ΠΑΠΑΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (1883-1955)

Του Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου, 

Διεθνολόγου, 

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών.

Γεννήθηκε την 9η Δεκεμβρίου 1883. Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από το Αϊβαλί Αντιστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος (τότε προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών) και μητέρα του η Μαρία, το γένος Αυγερινού Αβέρωφ, ανιψιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Ο δε παππούς του υπήρξε δάσκαλος των Δηλιγιανναίων και δικαστής. Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών του, ενεγράφη στη Νομική Σχολή Αθηνών. Αν και ήταν ορθολογιστής, δεν του άρεσε η νομική επιστήμη. Ήταν άνθρωπος της δράσης με έντονο το αίσθημα της φιλοπατρίας. Ύστερα από έναν χρόνο, εγκατέλειψε την σχολή και μετέβη στο εξωτερικό για να λάβει στρατιωτική εκπαίδευση, καθώς είχε παρέλθει το όριο ηλικίας για την εισαγωγή του στην Σχολή Ευελπίδων. Κατά τα έτη 1902–1904, εφοίτησε στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και την επόμενη διετία στην Σχολή Εφαρμογής Ιππικού της Ιπρ. 

Το 1906, επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη στον στρατό ως Ανθυπίλαρχος στο Όπλο του Ιππικού. Το 1911, νυμφεύτηκε τη Μαρία Καλλίνσκυ, εγγονή του Στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Λεωνίδα, μετέπειτα διπλωμάτη και αυλάρχη των ανακτόρων. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπίλαρχος και Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου. Μάλιστα, στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων διέδραμε έφιππος εχθρικό έδαφος επί 8ωρον προκειμένου να μεταφέρει εντολές του Αρχιστρατήγου. Ετιμήθη με τον αργυρούν σταυρόν του Τάγματος του Σωτήρος, ανώτερο Τάγμα Αριστείας του Βασιλείου της Ελλάδος.

Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων, επέτυχε σε διαγωνισμό και εισήλθε στο «Σχολείο Ανωτέρων Σπουδών», από το οποίο απεφοίτησε πρώτος κατά σειράν επιτυχίας. Ακολούθως, υπηρέτησε στο Α’ Σύνταγμα Ιππικού στην Θεσσαλονίκη ως Ίλαρχος και στο Γ΄ Σώμα Στρατού ως Επιτελής. Το 1916, διετέλεσε Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού, με τον βαθμό του Επιλάρχου. Παρέμεινε πιστός στις νόμιμες κυβερνήσεις της περιόδου και εξορίστηκε διαδοχικά στις νήσους Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη, μετά την εγκατάσταση της «προσωρινής κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης» στην Αθήνα.

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, ανεκλήθη στο στράτευμα με αναδρομική απόδοση του βαθμού του Αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία ως Επιτελάρχης σε μονάδες του Ιππικού, όπου και παρέμεινε έως την κατάρρευση του Μετώπου, τον Αύγουστο του 1922. Ετιμήθη με το Χρυσούν Αριστείον ανδρείας. Ετέθη σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία μετά την καταστολή του κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Επανήλθε του στρατεύματος επί των ημερών της οικουμενικής κυβερνήσεως (1926-1927) και προήχθη αναδρομικώς στον βαθμό του Συνταγματάρχη. Εφοίτησε στην «Ανωτέρα Σχολή Στρατηγικών Σπουδών» και κατόπιν υπηρέτησε ως διοικητής Ταξιαρχίας Ιππικού (1927-1931). Το 1930, προήχθη σε Υποστράτηγο. Μετά, ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το 1933, ετοποθετήθη Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάσθηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος και διοίκησε τα Α΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού. Περιστασιακά, ανέλαβε και το αξίωμα του υπουργού Στρατιωτικών.

Τον Οκτώβριο του 1935, πρωταγωνίστησε στην πτώση της κυβερνήσεως Παναγή Τσαλδάρη ως αρχηγός του Στρατού  μαζί με τους ομολόγους του Υποναύαρχο Οικονόμου και Αντιπτέραρχο Ρέππα, επιταχύνοντας τις εξελίξεις για την επαναφορά της βασιλευομένης δημοκρατίας στην Ελλάδα. Συμμετείχε στην τριμελή επιτροπή που μετέβη στο Λονδίνο για να ανακοινώσει στον Γεώργιο Β΄ τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της 3ης Νοεμβρίου 1935. Την 1η Αυγούστου 1936, ανέλαβε καθήκοντα αρχηγού ΓΕΣ, θέση που διετήρησε και μετά την αναίμακτη επιβολή της δικτατορίας, τρεις ημέρες αργότερα. Συνέβαλε καθοριστικά εκ της θέσεώς του στην αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του ελληνικού στρατού εν όψει του επικείμενου πολέμου.

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΟ 1940

Ηγήθηκε του Στρατού Ξηράς την περίοδο της ιταλικής εισβολής (28-10-1940), συγκεντρώνοντας τον παγκόσμιο θαυμασμό. Διεφώνησε έντονα με τους Βρεταννούς επί της ακολουθητέας τακτικής εν όψει της γερμανικής επιθέσεως, καθώς δεν συναινούσε στην εγκατάλειψη της βορείου Ελλάδος στο έλεος των εισβολέων. Παρέμεινε στην ηγεσία του στρατεύματος έως την 23η Απριλίου 1941, όταν υπέβαλε την παραίτησή του. Είχε διαφωνήσει σφόδρα με την συνθηκολόγηση την οποία είχε υπογράψει ο Γεωργ. Τσολάκογλου στο Βοτονάσι, τρεις ημέρες νωρίτερα και είχε διατάξει την σύλληψή του. Αρχικώς, ετέθη σε περιορισμό, αποποιήθηκε δε την ειδική σύνταξη που του απονεμήθηκε, κοινοποιώντας την άρνησή του με δικαστικό κλητήρα στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Τον Ιούλιο του 1943, απεκαλύφθη η δράση της αντιστασιακής οργανώσεως «Στρατιωτική Ιεραρχία», την οποία είχε ιδρύσει. Τότε, συνελήφθη και εστάλη (μαζί με άλλους ανωτάτους αξιωματικούς) σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Γερμανία. Εκεί, παρέμεινε έως την λήξη του πολέμου. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1945 και έλαβε τον βαθμό του στρατηγού εν αποστρατεία, δύο έτη αργότερα (τον Ιούλιο του 1947). Από τον προαναφερθέντα μήνα και έως τον Ιανουάριο του 1949 διετέλεσε Μέγας Αυλάρχης του Βας. Παύλου. Τα πρώτα μεταπολεμικά έτη, ταξίδεψε στο εξωτερικό, όπου έγινε δεκτός με εξαιρετικές τιμές.

Το όνομά του ακούστηκε επανειλημμένως για την ανάληψη της ηγεσίας του Εθνικού Στρατού, που αντιμετώπιζε με περιορισμένη επιτυχία τη δράση του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», από το 1946. Αρχικώς, οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τους όρους του. Τον Ιανουάριο του 1949, όμως, θεσπίσθηκε η θέση του Αρχιστρατήγου με ιδιαιτέρως ενισχυμένες αρμοδιότητες, οι οποίες θα του επέτρεπαν την αποτελεσματική διεύθυνση των επιχειρήσεων. Την θέση αυτή, κατέλαβε ο Παπάγος αυτοδικαίως. Ο προσωπικός του υβριστής και πολιτικός αντίπαλός του Παυς. Κατσώτας έγραψε: «Του απενεμήθη ο βαθμός του Στρατηγού και ετέθησαν υπό την διοίκησίν του άπασαι αι Ένοπλαι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Είχεν απόλυτον δικαιοδοσίαν, άνευ κρίσεως Συμβουλίων, να αφαιρή διοικήσεις και να αναθέτη ταύτας εις άλλους κατά την απόλυτον κρίσιν του∙ Να αποστρατεύη. Και να ανακαλή εις την ενέργειαν αξιωματικούς παντός βαθμού».

Αμέσως, ο Παπάγος αξίωσε τον τερματισμό των παρεμβάσεων των πολιτικών στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Επίσης, απεφάσισε την διάλυση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης, στο οποίο συμμετείχαν (με δικαίωμα ψήφου) αρχικώς οι Βρεταννοί και εν συνεχεία οι Αμερικανοί. Εντός των προσεχών μηνών, ο Εθνικός Στρατός τερμάτισε επιτυχώς την σύρραξη. Την 17η Οκτωβρίου 1949, η Βουλή τον ανεκήρυξε Στρατάρχη, τίτλος που απενεμήθη για πρώτη φορά σε Έλληνα αξιωματικό. Παρέμεινε επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, συμβάλλοντας στην ίδρυση του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, σε αντικατάσταση των έως τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης (Γ.Ε.ΕΘ.Α), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός. Τέλος, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για τη βελτίωση της οικονομικής θέσεως των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων.

Αργότερα, παραιτήθηκε και συνέβαλε αποφασιστικά στην καταστολή μίας εν εξελίξει στάσεως. Τον Αύγουστο του 1951, ίδρυσε τον «Ελληνικό Συναγερμό», με τον οποίο κατέκτησε την πρώτη θέση στις εκλογές του επομένου μηνός. Δεν έλαβε, όμως, την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και κυβέρνηση σχημάτισαν τα κόμματα του Κέντρου. Τον Νοέμβριο του 1952, πραγματοποιήθηκαν νέες εκλογές, στις οποίες εσάρωσε, συγκεντρώνοντας ένα από τα υψηλότερα ποσοστά που έλαβε ποτέ κομματικός σχηματισμός υπό φυσιολογικές συνθήκες (49,22%). Κυβέρνησε την χώρα έως τον θάνατό του, που συνετελέσθη υπό μάλλον περίεργες συνθήκες την 4η Οκτωβρίου 1955. Επί των ημερών της διακυβερνήσεώς του, ήρθε στο διεθνές προσκήνιο το Κυπριακό ζήτημα και μπήκαν οι βάσεις για την οικονομική ανόρθωση της χώρας. Οι επικριτές του κάνουν λόγο για θεμελίωση αυτού που το Κέντρο και η Αριστερά απεκάλεσαν «κράτος της Δεξιάς».

Ετιμήθη με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Γεωργίου Α΄ μετά ξιφών (θέρος 1945), με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας, τον Πολεμικό Σταυρό α΄ τάξεως και το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων (Οκτώβριος 1945), με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Γεωργίου Α΄ μετά ξιφών (Ιούνιος 1946), τον τίτλο του Επιτίμου Γενικού Υπασπιστού του Βας. Γεωργίου Β΄ (Οκτώβριος 1946), τον Ταξιάρχη Αριστείου Ανδρείας (Δεκέμβριος 1946), τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος (Μάρτιος 1948) και με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Αγίων Γεωργίου και Κωνσταντίνου. Τέλος, ως Σύμμαχος Αρχιστράτηγος ετιμήθη με τις ανώτερες διακρίσεις των των Συμμαχικών κρατών της Δύσεως.