
Στο σχόλιό του, ο Ευ. Βενιζέλος αναφέρει καταρχάς ότι η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου θέτει τέσσερα ζητήματα, όπως των ορίων της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του εισαγγελέα, της ερμηνείας του Συντάγματος, των σχέσεων δικαστικής εξουσίας και ανεξάρτητων αρχών, καθώς και του εύρους της συνταγματικής και διεθνούς προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών.
Ειδικότερα, με αφορμή την αναφορά Ντογιάκου ότι «ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος», ο κ. Βενιζέλος υπογραμμίζει μεταξύ άλλων πως η εν λόγω γνωμοδότηση «έχει χορηγηθεί καθ´υπέρβαση αρμοδιότητας και θέτει ουσιώδη ζητήματα σεβασμού της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρμοδιότητας των Ανεξάρτητων Αρχών, της κατανομής της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαιοδοτικών κλάδων και της εσωτερικής ανεξαρτησίας των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών που έχουν επιληφθεί ή θα επιληφθούν διοικητικών διαφορών ή ποινικών υποθέσεων σχετικών με την ιδιωτική εταιρεία που απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα του ΑΠ και έτυχε της γνωμοδοτικής του προσοχής».
Σύμφωνα με τον Ευάγγελο Βενιζέλο «οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις και τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη. Αυτό είναι το νόημα και η κανονιστική εισφορά της συνταγματικής κατοχύρωσής τους», σημειώνοντας πως η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου «σφάλλει όταν θεωρεί ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να αφαιρέσει ουσιώδεις ελεγκτικές αρμοδιότητες από την Ανεξάρτητη Αρχή, ή πολύ περισσότερο να της απαγορεύσει και μάλιστα με απειλή ποινικών κυρώσεων να ασκεί τη συνταγματική αρμοδιότητά της».
Σημειώνει επίσης με νόημα ότι στη γνωμοδότηση «το ζητούμενο δεν είναι να ασκηθεί ο έλεγχος επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παρόχων από την εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας που ως δικαστική αρμοδιότητα προτάσσεται αυτής της ΑΔΑΕ, αλλά να μη ασκηθεί κανένας απολύτως έλεγχος !».
Θέτει επίσης εύλογα ερωτήματα όπως: «Οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές τι πλάτους και βάθους έλεγχο μπορούν να ασκήσουν επί της ΕΥΠ και των τηλεπικοινωνιακών παροχών αν κάποιος θεωρεί ότι παρακολουθείται παρανόμως και αντί να απευθυνθεί στην ΑΔΑΕ, απευθύνεται με έγκληση στον εισαγγελέα; Θα διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και με ποιον πρακτικά τρόπο; Ο εισαγγελέας θα διενεργήσει έλεγχο στον πάροχο, θα ερευνήσει την τήρηση των προϋποθέσεων νόμιμης άρσης του απορρήτου, θα ελέγξει το ενδεχόμενο να έχουν τελεστεί ή να τελούνται όλα τα συναφή εγκλήματα που τυποποιεί ο ΠΚ και η ειδική νομοθεσία με τελευταίο το ν. 5002/2022; Ή μήπως ο εισαγγελέας θα θέσει σε οιονεί καθεστώς αναστολής τη δικογραφία λέγοντας ότι πρέπει να περιμένει τρία χρόνια χωρίς μάλιστα να γνωρίζει ποια είναι η αφετηρία της τριετίας;».
Σε ανάλογο ύφος διατυπώνει την υπόθεση εάν «η ΑΔΑΕ ασκεί την εκ του Συντάγματος αρμοδιότητάς της χωρίς προφανώς να ενημερώνει κανένα παρακολουθούμενο αλλά τη Βουλή και την εισαγγελική αρχή σε περίπτωση διαπίστωσης εγκλήματος». Και εκφράζει τα επίσης εύλογα ερωτήματα: «Στην περίπτωση αυτή η εμφατική υπόμνηση των εγκλημάτων που μπορεί να τελέσουν τα μέλη της ΑΔΑΕ με την οποία κορυφώνεται η γνωμοδότηση, τι θα απογίνει; Θα ασκηθούν διώξεις κατά του προέδρου και των μελών της ΑΔΑΕ;».
Με βάση τα παραπάνω, ο κ. Βενιζέλος τονίζει πως «έχω την ελπίδα ότι ένας ευφυής, έμπειρος και εγκρατής νομικός με τη διαδρομή και την ικανότητα αντίστασης στις προσβολές της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που διαθέτει ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θα βρει τη βούληση και το θάρρος να επανεξετάσει τη Γνωμοδότηση».