Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, η απόφαση ήταν ειλημμένη: Οι Γερμανοί έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ελλάδα.
Ήδη ο διοικητής της Ε’ στρατιάς είχε δώσει εντολή να εγκαταλείψουν τη χώρα όλες οι γυναίκες υπάλληλοι, οι σύζυγοι και τα παιδιά των αξιωματικών και των υπαλλήλων.
Η Ε’ στρατιά ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να αποσύρεται αμέσως μόλις θα έφθαναν οι διαταγές απ’ το Βερολίνο.
Η κατάσταση στα Βαλκάνια γινόταν όλο και πιο απελπιστική για τους Γερμανούς μέρα με τη μέρα. Την πρώτη εβδομάδα τού Σεπτεμβρίου, η Βουλγαρία παραδόθηκε στους Ρώσους και αμέσως μετά κήρυξε τον πόλεμο στην μέχρι χθες σύμμαχο της Γερμανία.
Στη Μακεδονία, οι γραμμές επικοινωνίας των Γερμανών εμποδίζονταν από τους αντάρτες. Εν τω μεταξύ, ο Ερυθρός Στρατός ετοιμαζόταν να εισβάλει στη Ρουμανία, ενώ στη Νοτιοσλαβία προχωρούσαν ήδη προς το Βελιγράδι. Στις 19 Σεπτεμβρίου, άρχισε μεγάλη δραστηριότητα της συμμαχικής αεροπορίας στο Αιγαίο. Οι σύμμαχοι βομβάρδισαν την Κρήτη. Στο αρχηγείο της Ε’ στρατιάς στη Θεσσαλονίκη είχαν αρχίσει να αγωνιούν.
Μία στρατιά 300.000 στρατιωτών μπορούσε να αποκοπεί και να αφανιστεί, αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο επικεφαλής στρατηγός Lohr γρήγορα κατάλαβε ότι είχε λίγες μόνο πιθανότητες σωτηρίας. Ανατολικά βρισκόταν η εχθρική πλέον Βουλγαρία. Προς τα δυτικά και τα βορειοδυτικά υπήρχε η Αλβανία και το Μαυροβούνιο, και οι δύο εχθρικές χώρες, ακατάλληλες να τις διέλθει ένας στρατός χειμωνιάτικα.
Επομένως, η μόνη λύση για να υποχωρήσουν από την Ελλάδα ήταν να κινηθούν κατευθείαν προς τα βόρεια-βορειοδυτικά, διαμέσου μίας στενής λωρίδας τής Μακεδονίας. Ήξερε πολύ καλά ότι αυτός ο δρόμος έπρεπε να κρατηθεί οπωσδήποτε, προκειμένου να περάσει ο γερμανικός στρατός και να επιβιώσει. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, άρχισαν να γεμίζουν τη Θεσσαλονίκη στρατεύματα απ’ όλο το Αιγαίο.
Το μεγάλο βάρος έπεσε στη Luftwaffe (αεροπορία) που μετέφερε συνεχώς στρατεύματα από την Κρήτη, τη Ρόδο και όλα τα άλλα νησιά που είχαν γερμανικές φρουρές. Εν τω μεταξύ, οι αεροπορικές επιδρομές των συμμάχων έφθασαν σε αριθμούς ρεκόρ.
Μόνο στις 24 Σεπτεμβρίου, 541 συμμαχικά αεροπλάνα παρεμπόδισαν τους υποχωρούντες Γερμανούς, επιτιθέμενα σε πλοία, αεροπλάνα, τρένα και δρόμους, αποτελειώνοντας τελικά όχι τόσο τους Γερμανούς που υποχωρούσαν με τάξη, αλλά τη χώρα μας και ό,τι είχε απομείνει όρθιο στα τρία χρόνια της κατοχής. Στις 2 Οκτωβρίου, ήλθαν επιτέλους οι διαταγές από το Βερολίνο για την αποχώρηση από την Ελλάδα.
Στο επιτελείο στο Αρσακλί, ένας νεαρός υπολοχαγός ήταν πολυάσχολος. Είχε αναλάβει το καθήκον να κάψει εκατοντάδες μυστικά έγγραφα που δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο ν’ αφήσουν πίσω. Είχε εμπρός του ένα βαρέλι με καιγόμενα ξύλα και εκεί μέσα έριχνε ό,τι έπρεπε να καεί. Έπρεπε να κάνει πολύ γρήγορα, ώστε όλα να είναι έτοιμα για την αναχώρηση. Κάποια στιγμή το βλέμμα του «χάθηκε» στις φλόγες που χοροπηδούσαν από το βαρέλι. Όλα ήταν κόκκινα σαν το χρώμα του καυτού ελληνικού ήλιου…
… Ο ήλιος έλαμπε και ζέσταινε την ατμόσφαιρα αρκετά. Το μικρό υδροπλάνο ήταν ένα σημαδάκι μεταξύ ουρανού και θάλασσας και ο ήχος του ακουγόταν σαν ένα βούισμα σμήνους μελισσών που βγήκαν για την πρωινή τους επίσκεψη στα λουλούδια του νησιού.
Ο θόρυβος του αεροπλάνου που φάνηκε να πλησιάζει δεν ενόχλησε κανέναν, ούτε τις κατσίκες που βοσκούσαν χωρίς τη συνοδεία τσοπάνη. Απλώς σήκωσαν για λίγο τα κεφάλια τους προς τα επάνω και κατόπιν συνέχισαν να ψάχνουν για την τροφή τους. Το αεροπλάνο έκανε έναν – δυο κύκλους πάνω από το νησί, πριν ο πιλότος μπορέσει να εντοπίσει έναν κολπίσκο, όπου θα μπορούσε με ασφάλεια να προσθαλασσωθεί.
Πράγματι, ένας συγκέντρωνε τα απαραίτητα προτερήματα και σε μερικά λεπτά το μικρό υδροπλάνο κατέβηκε απαλά, ακούμπησε στη θάλασσα και πλησίασε σιγά την αμμουδιά. Ο πιλότος άνοιξε την πορτούλα, βγήκε, έλυσε τη μικρή φουσκωτή βαρκούλα, την άφησε στην επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας και κωπηλατώντας ελαφρά έφθασε μέχρι την αμμουδιά. Βγήκε κρατώντας ένα αρκετά μεγάλο σακίδιο και μία δερμάτινη τσάντα και βάδισε προς το εσωτερικό τού νησιού.
Η ατμόσφαιρα, παρά την υπέροχη ημέρα, είχε κάτι περίεργο που το ένιωσε αμέσως ο νεαρός αξιωματικός. Ήταν, με μία λέξη, «βαριά». Δεν υπήρχαν οι συνηθισμένοι θόρυβοι της εξοχής από τα πουλιά και τα διάφορα ζουζούνια λες και δεν υπήρχαν. Μόνο μερικές κατσίκες καμιά σαρανταριά τον κοιτούσαν περίεργα σαν να του έλεγαν: «Τι ήλθες και συ να μας χαλάσεις την ησυχία μας; Δεν βλέπεις ότι δεν υπάρχει κανείς;».
Ο αξιωματικός τα ήξερε όλα αυτά, γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στο νησί. Και εκείνη την ημέρα, όμως, ήταν το ίδιο σφιγμένος όπως την πρώτη.
Είχε ένα αόριστο φόβο και το μυαλό του ήταν στιγμές που του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Κάπου-κάπου ακούγονταν αναστεναγμοί μέσα από τα χαλάσματα, πότε όλο παράπονο και πότε γεμάτοι από απειλές. Σκέφτηκε ότι η ερημιά που υπήρχε τα ενίσχυε όλα αυτά. Το μόνο που ακουγόταν στην πραγματικότητα ήταν οι μπότες του καθώς περπατούσε.
Ακόμα όμως και αυτοί οι ήχοι κάποιες φορές έμοιαζαν ν’ ακούγονται διπλοί! Λες και κάποιος άλλος ήταν πίσω του, πατούσε στα βήματα του και ήταν έτοιμος να του ορμήσει. Ο νεαρός κοίταξε δυο-τρεις φορές τρομαγμένος προς τα πίσω. Δεν ήταν όμως κανείς. Μόνο ο αέρας φυσούσε ελαφρά και σήκωνε σκόνη που και που. Συνέχισε να βαδίζει προς τον προορισμό του.
Το νησί ήταν πάντα έρημο και αφιλόξενο και δεν είχε να προσφέρει στον επισκέπτη παρά μόνο… πέτρες και αγκάθια. Σε ολόκληρη την επιφάνεια του υπήρχαν μόνο δύο ή τρεις συκιές. Κάτω από τις πέτρες «κατοικούσαν» φαρμακερά φίδια και το καλοκαίρι ψηνόταν κυριολεκτικά στον ήλιο.
Η Δήλος από το όρος Κύνθος
Ο αξιωματικός διερωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν αυτό το ξερονήσι, που δεν πρόσφερε ούτε ένα σίγουρο λιμάνι για τα πλεούμενα, ούτε μία σταλαγματιά τρεχούμενου νερού, ούτε λίγο ίσκιο στον επισκέπτη του, να έχει στην αρχαιότητα τη μοναδική αυτή τύχη: να γίνει το ιερό νησί του ελληνικού κόσμου και σπουδαίο εμπορικό κέντρο τής λεκάνης τού Αιγαίου.
Θυμόταν, από έναν ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα, ότι και στην αρχαιότητα η Δήλος δεν είχε την παραμικρή βλάστηση. Χαρακτηρίζεται, μάλιστα, με το επίθετο πετρήεσσα.
Ο Οδυσσέας αφηγεΐτο ότι όταν τον έριξαν σ’ αυτήν ενάντιοι άνεμοι, θαύμασε μία πανύψηλη φοινικιά. Ο θρύλος λέει πως κάτω απ’ αυτή τη φοινικιά η Λητώ είχε γεννήσει τον Απόλλωνα. Στους ιστορικούς χρόνους, είναι αλήθεια ότι έβλεπε κανείς μία φοινικιά στη Δήλο, η οποία όμως ήταν… χάλκινη.
Την είχε δωρίσει ένας ευσεβής Αθηναίος, ο Νικίας, σε ανάμνηση της φοινικιάς του θρύλου… Τη μεγάλη εμπορική της επιτυχία μερικοί την απέδιδαν στη γεωγραφική της θέση.
Η Δήλος, λένε, βρίσκεται στο κέντρο των Κυκλάδων και στο κέντρο του θαλάσσιου δρόμου Ελλάδας-Ανατολής. Αυτή η εξήγηση όμως άφηνε σκεπτικό τον επισκέπτη με το υδροπλάνο. Πλάι σχεδόν βρίσκεται η Μύκονος, νησί μεγαλύτερο και καταλληλότερο για τέτοιο σκοπό. Μόνο η ύπαρξη του Απόλλωνα της χάρισε την εξαιρετική της τύχη. Η γέννηση του έφερε, χωρίς άλλο, ευλογία.
Η κυνηγημένη από την Ήρα, Λητώ, φθάνει αφού δεν βρίσκει πουθενά άσυλο στη Δήλο, για να γεννήσει τον Απόλλωνα. Η Δήλος τη δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση. Έτσι η Λητώ έκανε μεγάλο όρκο από ευγνωμοσύνη. Το νησί εκείνο θα γινόταν έδρα τής λατρείας τού Απόλλωνα. Και όταν η Δήλος άκμασε και εξελίχθηκε, τίμησε με τη σειρά της τον θεό.
Επιπλέον, είχε θεσπιστεί νόμος να μην γεννιούνται και να μην πεθαίνουν στο έδαφος της άνθρωποι. Τις έγκυες γυναίκες και τους ετοιμοθάνατους τους πήγαιναν στο διπλανό νησί, τη Ρηνεία, για να μην μολύνεται το ιερό έδαφος του Απόλλωνα. Μία σκέψη πέρασε από το μυαλό του: ό,τι ήταν νόμος τής πολιτείας στην αρχαιότητα, σήμερα είναι φυσικός νόμος.
Στη σημερινή Δήλο, ούτε γεννιούνται ούτε πεθαίνουν άνθρωποι: είναι εντελώς έρημη. Το νησί που δεν ήθελε νεκρούς είναι το ίδιο ένας απέραντος τάφος… Και εδώ στις αρχές του αιώνα ήταν η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή που έκανε τις ανασκαφές, όπως και στους Δελφούς, σκέφτηκε χαμογελώντας ο επισκέπτης.
Και συνέχισε λέγοντας φωναχτά: «Αυτό που έψαχναν εκεί το έψαχναν και εδώ!».
Ο μικρός δωρικός ναός της Ίσιδας, βρίσκεται στο Ιερό των Ξένων Θεών, στους πρόποδες ..
Γι’ αυτό και έτσι όπως έβλεπε τη Δήλο από το υδροπλάνο δεν του φαινόταν ότι ήταν νεκρή. Τα αναρίθμητα αρχαία μάρμαρα έλαμπαν μέσα στον ήλιο και οι κολώνες «έσπαγαν» το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού και έδιναν μία τελείως διαφορετική εικόνα.
Και όμως, μόλις πατούσε το πόδι του στη στεριά, η εικόνα η ψεύτικη της ζωής από ψηλά διαλυόταν και γινόταν σκόνη, και εκείνος ένιωθε τον εαυτό του αιχμάλωτο των πνευμάτων τής σιωπής και της ερημιάς. Μόνο με τη φαντασία του μπορούσε να ανοικοδομήσει το ιερό του Απόλλωνα και τις στοές του, τη μεγάλη εξέδρα προς τη θάλασσα απ’ όπου έφθαναν οι λαμπρές «θεωρίες» που έστελναν οι Αθηναίοι.
Τις ορθάνοιχτες πόρτες των σπιτιών, τους κομψούς και ωραίους δρόμους, τα μωσαϊκά, τις κολώνες, τις βαθιές στέρνες από μάρμαρο, τις υπόγειες δεξαμενές με το βρόχινο νερό, τις αποθήκες, την αγορά. Τέλος, τους ιερείς να θυσιάζουν στον άρχοντα θεό τού ιερού νησιού, τον Απόλλωνα.
Οι σκέψεις του αυτές τον βοήθησαν αρκετά ώστε να «κλείσει» σε μία άκρη τού μυαλού του τις φοβίες του και τις όποιες ενοχλήσεις τού δημιουργούσε η «βαριά» ατμόσφαιρα του νησιού. Κι όμως, η επιθυμία και ο σκοπός τού νεαρού αξιωματικού τον έκαναν να προχωρεί σταθερά σε μία γνωστή διαδρομή, που την ήξερε από την πρώτη φορά. Έβλεπε ένα χάρτη του νησιού που είχε διορθώσει ο ίδιος προσθέτοντας διάφορα σημεία που του χρειάζονταν και επιβεβαίωνε τη διαδρομή στο χάρτη.
Τούτο ήταν πολύ σημαντικό, γιατί κάτι του έλεγε πως ο επόμενος μήνας, ο Σεπτέμβριος (του 1944), θα ήταν ο τελευταίος μήνας στην Ελλάδα. Θα έπρεπε λοιπόν να τελειώνει. Να σημειώσει δηλαδή στον πολύτιμο χάρτη του ό,τι είχε ξεχάσει. Θα είχε άραγε την ευκαιρία να ξαναδεί το νησάκι; Ποιος ξέρει, σκέφτηκε.
Το νησί ανοιγόταν εμπρός του σαν πιάτο σχεδόν μπορούσε να το δει ολόκληρο. Το είχε περπατήσει όλο: ένα νησάκι έξι χιλιόμετρα μήκος και 1.300 μέτρα πλάτος στο φαρδύτερο του σημείο δεν είναι δα και κάτι το δύσκολο. Χαμογέλασε. Πόσο παράξενη είναι η ζωή! Σκέφτηκε το φοίνικα του θρύλου, μετά τον άλλον, τον χάλκινο του Νικία, και αυτόν που υπήρχε τώρα, από τότε που τον είχαν φυτέψει οι αρχαιολόγοι, μοναδικό δέντρο στο νησί.
Χάρτης της Δήλου Ασπρόμαυρη χαλκογραφία Joseph Pitton
Το χαμόγελο του ήταν γιατί αυτό το δέντρο, το τωρινό, έμοιαζε να ακολουθεί την παράδοση του παλιού και να αναγεννάται σαν το μυθικό πουλί με το ίδιο όνομα. Βρισκόταν τώρα στα προπύλαια του ιεροΰ του Απόλλωνα. Τούτος εδώ ο Απόλλωνας δεν ήταν σαν αυτόν των Δελφών: εκείνος ήταν αυστηρός, ζητούσε πολλά από τους ανθρώπους και τους φανέρωνε με σημάδια (σήμαινε) τη θέληση του Δία. Αντίθετα, η γέννηση αυτού εδώ γιορταζόταν με χορούς και ευθυμία που μεταδιδόταν σ’ όλους τους ανθρώπους.
Εδώ ο Απόλλωνας είναι σίγουρα περισσότερο Υπερβόρειος. Μισεί το θάνατο και λατρεύει το φως. Εδώ δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι κατ’ επιταγήν του, εδώ ήλθε αφήνοντας τον παγωμένο Βορρά για να χαρεί το φως τού Φοίβου. Τα πρώτα δώρα που πήρε μετά τη γέννηση του ήταν από τη χώρα τής ευλάβειας και της ευδαιμονίας, τη χώρα των Υπερβορείων. Συνεχίζοντας, περνά από τον οίκο των Ναξίων, παίρνει την ιερά οδό προς τους ναούς και περνά από τους πέντε «θησαυρούς» που είναι σε ημικύκλιο. Βλέπει το Πρυτανείο.
Τι να απέγινε άραγε εκείνο το πλοίο που είχε αφιερώσει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και το οποίο βρισκόταν μέσα σ’ εκείνο το κτίριο ακριβώς πίσω από το Πρυτανείο; Πλησιάζει στον προορισμό του. Βαδίζει στη βόρεια πλευρά του ιερού, περνά τη στοά του βασιλιά Αντίγονου της Μακεδονίας και φθάνει.
Εμπρός του είναι η «Θήκη», ο τάφος τής Όπιδος και της Άργης, των δυο Υπερβορείων Παρθένων που παραστάθηκαν στη γέννηση του πιο Έλληνα από τους θεούς, του Απόλλωνα. Το ένστικτο του πολέμου είναι και αυτό παρόν εδώ μαζί του και υπακούοντας σ’ αυτό χωρίς να υπάρχει λόγος ρίχνει μία ματιά γύρω του. Και βέβαια δεν υπάρχει ψυχή.
Το μόνο πράγμα που βλέπει είναι το υδροπλάνο που λικνίζεται απαλά στην ήρεμη θάλασσα. Οι τάφοι των Υπερβορείων Παρθένων είναι οι μόνοι που παρέμειναν στο νησί μετά την κάθαρση του 426 π.Χ. ‘Οταν δηλαδή αποφασίστηκε να μην γεννιέται και να μην πεθαίνει κανείς στο νησί προς τιμήν του θεού, τότε όλα τα πτώματα των τάφων στη Δήλο μεταφέρθηκαν στη Ρήνεια και ετάφησαν σε έναν ομαδικό τάφο.
Ιερό Απόλλωνα
Όλα, εκτός από τους τάφους των Υπερβορείων Παρθένων και τούτο από σεβασμό. Η «Θήκη» μοιάζει με μυκηναϊκό τάφο είναι το «καμουφλάζ» που έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες για να κρύψουν το μυστικό των υπερβορείων Παρθένων. Άρχισαν να γίνονται επιφυλακτικοί όταν στην ακμή τού νησιού και της ιερότητας του ιδρύθηκαν εκεί και ιερά ξένων θεών. Μαζί μ’ αυτούς, κατόπιν επιμονής, και ο θεός του Ισραήλ.
Λίγοι ξέρουν ότι στην ανατολική ακτή τής Δήλου, του πιο ιερού και του πιο ελληνικού νησιού, βρίσκεται η πιο αρχαία Συναγωγή στην Ελλάδα. Ως και «ένωση Σαμαρειτών» είχε το νησί. Όλα δείχνουν πόσο σημαντικό ήταν το νησί τού Απόλλωνα.
Οι Έλληνες ιερείς άρχοντες είχαν και την εκτελεστική εξουσία, πράγμα απαραίτητο φαίνεται, γιατί πολλά αντικείμενα προσπάθησαν να μεταφερθούν μακριά από τη Δήλο. «Όλοι ευτυχώς λείπουν στις μέρες μας», σκέφτηκε ο νεαρός αξιωματικός, «όλοι έχουν φύγει πια από εδώ» (αν ο αξιωματικός έκανε σήμερα μία επίσκεψη, θα έβρισκε με έκπληξη ότι δεν έφυγαν όλοι! Και στους Δελφούς και στη Δήλο, παραμένει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή!). Κοιτάζει προς τη «Θήκη». Όλα είναι όπως τα άφησε την τελευταία φορά.
Τα σκαλοπάτια που κατεβαίνουν κάτω από τους «τάφους» είναι καλά κρυμμένα. Οι τάφοι των Υπερβορείων Παρθένων δεν είναι αυτοί που οι άλλοι νομίζουν! Είναι πολύ πιο κάτω, απείραχτοι και μυστικοί. Περνά και από τη δυτική πλευρά του ιερού, από το λεγόμενο «Σήμα», όπου βρίσκονται και οι άλλοι δύο τάφοι των Υπερβορείων Παρθένων, της Λαοδίκης και της Υπερύμης.
Είναι και αυτοί όπως ήταν. Και να σκάψουν δεν πρόκειται ποτέ να βρουν το υπόγειο τούνελ. Καταλήγει στην κορυφή τού Κύνθου και στη σπηλιά τού Ηρακλή και του Απόλλωνα.
Το σπήλαιο του Κύνθου
Η είσοδος της η μυστηριακή έκανε τους Γάλλους το 1873 να αρχίσουν τις ανασκαφές από εδώ, από το σπηλαιώδες άντρο. Άραγε η μυστηριώδης όψη τού σπηλαίου προσέλκυσε τους Γάλλους αρχαιολόγους ή κάτι άλλο; Είναι σίγουρο ότι αυτό το κάτι άλλο οι Γάλλοι δεν το βρήκαν ποτέ. Γι’ αυτό εξακολουθούν να είναι όλα όπως ήταν, θα προσέθετα εγώ. Όλα έδειχναν μία χαρά λοιπόν!
Τις άλλες φορές που είχε έρθει εδώ, έκανε ό,τι μπορούσε για να καλύψει έστω και το παραμικρό ίχνος τής εισόδου που ήξερε και που μόνο στο χάρτη του ήταν σχεδιασμένη! Τη δεύτερη φορά που είδε τη Δήλο, θυμόταν τη χαρά του όταν βρήκε την είσοδο. Μύριζε υγρασία, ήταν κατασκότεινη και πολύ στενή, τόσο στενή που μόνο ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν υπερβολικά αδύνατος θα μπορούσε να περάσει.
Ευτυχώς, συρόμενος γύρω στα 5 μέτρα, είχε βρει καλοδιατηρημένα σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς τα κάτω. Ο αξιωματικός μας δεν ήταν ούτε ορειβάτης ούτε σπηλαιολόγος.
Του άρεσε πολύ το διάβασμα. Κάποτε λοιπόν είχε πέσει στα χέρια του ένα βιβλιαράκι, που ήταν έκδοση των αρχών τού αιώνα, ενός Λάμα (Τάσι Λάμα III), με τον περίεργο τίτλο Η Οδός τιρος τη Shamballah. Κοντά στα άλλα περίεργα, το βιβλίο περιείχε και το χάρτη ενός υποτιθέμενου συστήματος υπόγειων τούνελ που περνούσαν απ’ όλο τον κόσμο! και είχε το όνομα: Το Υπόγειο Σύστημα Τούνελ τής Αγκάρθα.
Του είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση και σιγά-σιγά είχε μάθει από διάφορες πηγές και εκδόσεις ό,τι υπήρχε σχετικά με το θέμα. Σε λίγα χρόνια ήταν και αυτός ένας θιασώτης και θαυμαστής τής Θεωρίας τής Κοίλης Γης. Από καθαρή τύχη, ο πόλεμος τον έφερε στην Ελλάδα, όπου όλες του τις άδειες τις περνούσε αναζητώντας στοιχεία για το αγαπημένο του θέμα.
Ένωσε και αυτός τις δυνάμεις του με τις ομάδες έρευνας εδώ, αλλά δυστυχώς, λόγω του ότι δεν διέθετε τις απαραίτητες γνώσεις, δεν κατόρθωσε παρά να μετέχει μόνο σαν σύμβουλος και μάλιστα τις περισσότερες φορές από το γραφείο του. Γι’ αυτό προσπαθούσε, όποτε μπορούσε, ακόμη και μόνος του, να κάνει τις δικές του ερασιτεχνικές έρευνες.
Σιγά-σιγά, με τα χρόνια, βελτίωσε τη θεωρία, συνδέοντας την με τον Απόλλωνα και την περίεργη σχέση που είχε με την Υπερβορέα. Τώρα πια, πίστευε ακράδαντα ότι η Ελλάδα συνδεόταν σίγουρα με τον υπόγειο αυτό θαυμαστό κόσμο των βιβλίων του. Δεν σκέφτηκε ποτέ τι θα μπορούσε να συναντήσει εκεί, απλώς ήθελε να βρει το θρυλούμενο δρόμο.
Ενθουσιάστηκε όταν έμαθε περισσότερα για τη Δήλο και για τα δυο μικρά νησάκια που βρίσκονταν εμπρός της, τον μικρό και τον μεγάλο Ρεματιάρη, που σύμφωνα με το μύθο ανήκαν στην θεά τής νύχτας, την Εκάτη, την υποχθόνια θεά που προστάτευε τα φαντάσματα της νύχτας και ανακαλούσε όποτε ήθελε από τον Άδη τα πνεύματα των νεκρών. Σαν μία φρουρός η Εκάτη προστάτευε τη Δήλο τού Απόλλωνα. Σου είχε έλθει η παράξενη ιδέα ότι η Εκάτη, μιας και ήταν η υποχθόνια θεά των σκοταδιών, την προστάτευε και υποχθόνια.
Μήπως δηλαδή οι υπερβόρειες Παρθένες, η Λητώ, αλλά και ο Απόλλωνας που έξι μήνες το χρόνο επισκεπτόταν την άλλη του πατρίδα, την υπερβορέα, και γι’ αυτό, σύμφωνα με το μύθο, πολλές από τις παραστάσεις τού θεού ήταν σκοτεινές ο μύθος για τον Πύθωνα και άλλα αναρίθμητα δεν εννοούσαν τίποτε άλλο παρά ότι όλα αυτά γίνονταν υπογείως;
Μήπως ακόμα και η θέσπιση εκείνου του περίεργου νόμου που δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι τον είχε θεσπίσει το Ιερατείο που δεν άφηνε κανέναν να πεθάνει στο ιερό νησί ήταν μια προσπάθεια να προστατευτούν τα όποια υπόγεια μυστικά του νησιού; σαν να ήταν η Δήλος, υπογείως, το σταυροδρόμι όλων των μυστικών δρόμων που οδηγούσαν κάπου.
Η επιθυμία του αυτή να βρει οπωσδήποτε αυτό το δρόμο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε έβαζε κατά μέρος το φόβο του για το άγνωστο και τη σύνδεση του την πολύ δυνατή με τούτο τον κόσμο της επιφάνειας. Και έτσι προχωρούσε κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, τα οποία δεν ήξερε πού οδηγούσαν.
Κατέβηκε αρκετά, τόσο που δεν θυμόταν πόσα μέτρα. Είχε πει στον εαυτό του να μετράει ένα μέτρο για κάθε σκαλοπάτι, αλλά είχε χάσει το λογαριασμό προ πολλού. Το φανάρι τον βοηθούσε αρκετά, αλλά είχε και το φακό του μέσα στο σακίδιο.
Η ανακάλυψη της εισόδου είχε έλθει μάλλον ξαφνικά, και δεν είχε κάνει κάποιο σχέδιο σχετικά με το πόσο θα κρατούσε αυτή η περιπέτεια. Κάποτε τα σκαλοπάτια τελείωσαν και άρχισε να προχωράει ελαφρά κατηφορικά σε ένα καλοδουλεμένο τούνελ που στα πλάγια στρογγύλευε, αλλά στην οροφή έδειχνε να έχει, κατά κάποιον τρόπο, γεωμετρικό σχήμα. Πότε πλάταινε και τότε εμφανίζονταν στο φως τού φακού βράχια μοναδικά, χωρίς υγρασία, που κατέληγαν σε σπηλαιώσεις.
Κάποιες άλλες φορές, θα ‘παιρνε όρκο πως τούτα τα εξογκώματα, τα συμμετρικά στο έδαφος, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά λαξευμένοι βράχοι, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν «πάγκοι» αναπαύσεως. Άλλοτε, η δίοδος στένευε απότομα και μόλις που μπορούσε να προχωρήσει. Το ύψος τής οροφής δεν τον απασχόλησε ποτέ ήταν αρκετά ψηλό, ακόμα και γι’ αυτόν που περνούσε το 1.80 ύψος.
Σιγά – σιγά άρχισε να συνηθίζει το ότι βρισκόταν να περπατά σε ένα τόσο μεγάλο βάθος. Προχωρούσε αρκετά και δεν φαινόταν ότι η διαδρομή θα τελείωνε ή ότι θα έβγαζε κάπου. Κάποια στιγμή κοντοστάθηκε, γιατί σκέφτηκε κάτι που τον έκανε να «ξυπνήσει» από τη ρουτίνα του χωρίς μεταβολές στο σχήμα ή σ’ οτιδήποτε άλλο μονοπατιού!
Έμεινε ακίνητος. Αν σκέφτηκε η άλλη είσοδος της διαδρομής που είχε βρει και ακολουθούσε ήταν στον Κΰνθο, στο υψηλότερο σημείο του νησιού και περίπου στη μέση, τότε έπρεπε να έχει διανύσει την ξηρά προ πολλού και εδώ και αρκετή ώρα να προχωρούσε έχοντας από πάνω του τη… θάλασσα! Α, όχι! Γι’ αυτό δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος. Έπρεπε να γυρίσει πίσω, να επιστρέψει στη βάση του, να ειδοποιήσει τέλος πάντως και άλλους και να ξανακάνουν την έρευνα πιο άρτια εξοπλισμένοι, ψυχολογικά αλλά και υλικά.
Έκανε λοιπόν μεταβολή και άρχισε να επιστρέφει. Είχε κάνει πράγματι περισσότερη απόσταση απ’ ότι νόμιζε είχε διανύσει γύρω στα 4.5 χιλιόμετρα, δηλαδή τρία χιλιόμετρα περισσότερα από το πλάτος του νησιού! Όταν έφθασε στη βάση του δεν είπε σε κανέναν τίποτε. Νόμισε ότι θα ήταν καλύτερα να προχωρήσει και άλλο μόνος του πριν το πει σε κανέναν, ώστε να βρει κάτι περισσότερο.
Την τέταρτη φορά, τον ακολούθησαν τα μέλη της ομάδας έρευνας, αφού πρώτα τους έβαλε να του υποσχεθούν ότι οπωσδήποτε θα πήγαινε και αυτός μαζί τους. Δέκα άτομα μπήκαν εκείνη τη φορά μέσα ένα πρωί γύρω στις 8.30′. Έκαναν και μία ανακάλυψη που δεν την είχε κάνει ο ίδιος τη δεύτερη ή την τρίτη φορά. Εκεί που άρχιζαν τα σκαλοπάτια, στα δεξιά, υπήρχε και άλλος ένας διάδρομος που πήγαινε ευθεία και κατέληγε σ’ ένα δώμα που με μιας κατάλαβαν ότι επρόκειτο για έναν αρχαιότατο τάφο.
Υπήρχαν δύο σαρκοφάγοι περίεργοι, όχι σαν τις ρωμαϊκές που ξέρουμε και μοιάζουν με παραλληλόγραμμο. Το σχήμα τους ήταν κομψό και στρογγύλευε στις γωνίες, ενώ είχαν το μισό περίπου ύψος των κλασικών σαρκοφάγων. Μετά το δωμάτιο αυτό, ο διάδρομος οδηγούσε αμέσως δεξιά και κατέληγε σ’ ένα άλλο δώμα, όπου η σκηνή επαναλαμβανόταν με δύο άλλες σαρκοφάγους, ακριβώς ίδιες με τις πρώτες. Είχαν βρεθεί στον τόπο των πραγματικών τάφων των Υπερβορείων Παρθένων. Εκεί τελείωνε ο διάδρομος.
Πίσω πάλι, στην αρχική διαδρομή, δεν είχαν καμία δυσκολία. Προχώρησαν για ώρες ολόκληρες και έκαναν διακοπή στο μισό διάστημα απ’ αυτό που είχαν προγραμματίσει να μείνουν. Φαίνεται ότι η αίσθηση του πελώριου βάρους τής θάλασσας που κυριολεκτικά ήταν πάνω από τα κεφάλια τους ήταν τόσο έντονη, ώστε κάθε σκέψη για διανυκτέρευση εκεί την απέκλεισαν. Είχαν προχωρήσει γΰρω στα 16 χιλιόμετρα! Μέχρι εκεί είχαν φτάσει οι έρευνες τους.
Δεν είχαν την ευκαιρία να κάνουν κάτι πιο συστηματικό απ’ ό,τι είχαν ήδη κάνει. Οι φωτογραφίες, τα συμπεράσματα και οι εκκλήσεις για περαιτέρω έρευνες είχαν σταλεί στο Βερολίνο κι αυτές. Οι καινούριες διαταγές δεν έφτασαν ποτέ. Είχαν άλλα, πιο επείγοντα αιτήματα να κοιτάξουν τώρα.
Είχαν όμως όλοι τους την προαίσθηση ότι κάποτε θα συνέχιζαν. Ο νεαρός αξιωματικός είχε φθάσει τώρα στο λόφο. Ο Κύνθος τού φαινόταν πολύ γνωστός, ενώ η σπηλιά των δύο ιερών ήταν έρημη ως συνήθως. Ξανακοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κανένας!
H κυκλώπεια καμάρα στο όρος Κύνθος
Ήταν εντελώς μόνος του στο νησί, χωρίς την παρουσία άλλων ανθρώπων. Η περιοχή τής εισόδου ούτε καν του γεννούσε την υποψία ότι πίσω της βρισκόταν η απίθανη διαδρομή κάτω από τη θάλασσα. Έμεινε ήσυχος για λίγο, κάθισε και κοίταξε γύρω του. «Πότε ξανά;», σκέφτηκε.
Σηκώθηκε, έφτιαξε τη στολή του, συμπλήρωσε κάποια τελευταία πράγματα στο χάρτη του και πήρε το δρόμο προς το μικρό όρμο με το υδροπλάνο. Σε λίγο το αεροπλανάκι άφηνε μία άσπρη αφρώδη γραμμή πίσω του πριν απογειωθεί. Ο πιλότος έκανε δυο φορές τον κύκλο του νησιού από χαμηλό ΰψος πριν πετάξει, τελειωτικά τούτη τη φορά, προς τη βάση του..
… Τα χαρτιά είχαν γίνει πλέον στάχτες και μερικές απ’ αυτές αιωρούνταν στο δωμάτιο με το βαρέλι. Οι φλόγες δεν υπήρχαν πια. Αυτό τον επανέφερε στην πραγματικότητα, όχι όμως χωρίς λύπη, κάτι που ήταν φανερό ακόμη και στο πρόσωπο του. Τακτοποίησε όλα όσα έπρεπε να πάρει μαζί του. Τον πολύτιμο χάρτη του δεν τον τοποθέτησε στην τσάντα του, αλλά τον δίπλωσε στα τέσσερα και τον εναπόθεσε στην τσέπη του χιτωνίου του. Όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση.
Έβρεχε και σε λίγο η οδός τής υποχώρησης δεν θα υπήρχε πια. Στο απομεσήμερο της 14ης Οκτωβρίου του 1944, όλο το επιτελείο της Ε’ στρατιάς έφυγε τελευταίο και σε λίγο η Θεσσαλονίκη ήταν παρελθόν γι’ αυτό. Ο νεαρός, αδύνατος και ψηλός αξιωματικός ήταν χωμένος στις σκέψεις του καθώς το τρένο τον έφερνε προς τη σωτηρία. Ήταν ο νεαρός υπολοχαγός Curt Waldheim!
πηγές:
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννη Γιαννόπουλου: Απόρρητος φάκελος Κοίλη Γη, Εκδόσεις: Έσοπτρον