
του Ι.Μπουγα
Ελληνική «Βανδέα».
Νέα Βιβλιοκριτική από τον καθηγητή και συγγραφέα κ. Κωνσταντίνο Λάμπου, από τη μακρινη Σουηδία. Τον ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που αφιέρωσε και για την κριτική του!
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΒΑΝΔΕΑ».
Ένα από τα θετικά της απομόνωσης λόγω κορονοϊού, ήταν ότι μου δόθηκε ευκαιρία να παρακολουθώ νέα από την Ελλάδα και ο απαραίτητος χρόνος για να αρχίσω να μελετώ πιο μεθοδικά την ελληνική ιστορία και ιδιαίτερα αυτή των κατοχικών χρόνων και του εμφυλίου. Δυστυχώς, όσο περισσότερα προγράμματα έβλεπα και όσο περισσότερα βιβλία διάβαζα, τόσο πιο πολύ μπερδευόμουν, αντί όπως ήλπιζα να αποκτώ μια σαφέστερη εικόνα των γεγονότων. Τρομαγμένος από την έντονη υποκειμενικότητα και αθεράπευτη πολιτικολογία των συγγραφέων, ζήτησα εσπευσμένως την βοήθεια αξιόπιστων και αξιοπρεπών ανθρώπων, που γνώριζα ότι είχαν γνώση του τι συνέβη στην κατοχή. Ο αείμνηστος ιστορικός συγγραφέας Δημοσθένης Κούκουνας επιβεβαίωσε στο έπακρον τις ανησυχίες μου, συνιστώντας υπομονή και ένα αυστηρό κριτικό πνεύμα για ό,τι διαβάζω για αυτήν την πολύ περίπλοκη περίοδο. Χώρια από το πρόβλημα της προπαγάνδας των τελευταίων χρόνων, επρόκειτο για μια δύσκολη και ανεξιχνίαστη υπόθεση, γιατί η κατάσταση τότε ήταν θολή, και όπως έλεγε: «πολτώδης».
Αυτό ήταν με λίγα λόγια το φόντο πριν ξεκινήσω να ξεφυλλίζω το βιβλίο του κ. Ιωάννη Μπουγά: Η Ελληνική «Βανδέα». Από τα βουνά της Βορείου Ηπείρου και τα οχυρά της Μακεδονίας, τις ίντριγκες της Μέσης Ανατολής, την χρυσοφόρο Αντίσταση και τον κατοχικό Εμφύλιο, τα Τάγματα Ασφάλειας και το Προσωπικό Ημερολόγιο του συνταγματάρχη Παπαδόγγονα. Από τον τίτλο καταλαβαίνει κανείς πως το βιβλίο αναφέρεται στην αληθινή αντίσταση κατά του Ιταλού και Γερμανού εισβολέα. Θίγει θέματα ταμπού, όπως τα Τάγματα Ασφαλείας. Φέρνει επίσης για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας μαρτυρίες ενός πατριώτη, που οι στρατευμένοι ιστοριογράφοι χρόνια τώρα παρουσιάζουν σαν «εθνοπροδότη». Εξετάζει τις αδιανόητες εμφύλιες αιματοχυσίες και άλλα θλιβερά γεγονότα στην περιοχή της Πελοποννήσου και της πρωτεύουσας, που οφείλονταν, ή επικουρούντο, από μια άκρατη αδιαλλαξία, και από κάθε είδους πολιτικούς καιροσκοπισμούς και ίντριγκες εντός και εκτός της χώρας, συνοδευόμενα πάντοτε από την αδιαφιλονίκητη αποτελεσματικότητα του χρυσίου των ξένων (στην προκείμενη περίπτωση της αγγλικής χρυσής λίρας).
Λόγω επαγγέλματος και ηλικίας, είμαι συνταξιούχος καθηγητής, έχω διαβάσει πάρα πολλά κείμενα. Μέχρι τώρα όμως πολύ λίγες φορές είχα την ευχαρίστηση να διαβάσω ένα βιβλίο με τόσο μεγάλο ενδιαφέρον και να κάνω τόσες πολλές σημειώσεις. Λίγες φορές αισθάνθηκα τόσο έντονα ότι μάθαινα συνεχώς κάτι καινούργιο. Ο συγγραφέας κάνει, με ένα χαρακτηριστικό νηφάλιο και ισορροπημένο τρόπο, μια σοβαρή προσπάθεια να ξεμπλέξει τον μίτο της κατοχικής Αριάδνης. Χρησιμοποιώντας τον παραπάνω χαρακτηρισμό του Δημοσθένη Κούκουνα, προσπαθεί να αναλύσει τα συστατικά στοιχεία της πολτώδους κατοχικής κατάστασης για να δώσει μια πειστική απάντηση και να εξηγήσει πως ήταν δυνατόν να συμβούν αυτά που συνέβησαν. Το συμπέρασμά μου είναι πως το πετυχαίνει. Η Ελληνική «Βανδέα» είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους και ιδιαίτερα στους νέους, που είναι τελείως αποπροσανατολισμένοι, λόγω της διαχρονικής και συστηματικής αριστερής προπαγάνδας.
Ο συγγραφέας, δηλώνει νωρίς, πως η επιθυμία του δεν είναι να γράψει Ιστορία, αλλά να περιγράψει όσο πιο αντικειμενικά γίνεται τα ιστορικά γεγονότα πάνω στα οποία μπορεί να γραφεί Ιστορία. Η γνώμη μου είναι ότι πετυχαίνει και τα δυο. Διότι δεν περιορίζεται μόνο σε μια λεπτομερή χαρτογράφηση των συμβάντων. Υλοποιεί και τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία μιας σοβαρής κλασσικού τύπου ιστορικής μελέτης. Δηλαδή, συνθέτει τις λεπτομέρειες σε ένα κατανοητό σύνολο. Αναλύει περίπλοκες καταστάσεις. Κάνει συγκρίσεις και ερμηνεύει τα συμβάντα, βάζοντάς τα σε ένα πλατύ πλαίσιο συνθηκών και προϋποθέσεων. Έτσι, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας, εκτός από τις πληροφορίες για τους συμμετέχοντες σε αυτά, μαθαίνουμε και για ό,τι προηγήθηκε πριν της συστάσεώς τους, τι ακολούθησε ύστερα από την τυπική διάλυσή τους, και οπωσδήποτε κάθε τι που συνέβη στο ενδιάμεσο. Τα Τάγματα Ασφαλείας μπαίνουν δηλαδή σε ένα ιστορικό πλαίσιο, που επιτρέπει μια αντικειμενική παρουσίαση της ύπαρξής τους. Σημειωτέον, ότι ο συγγραφέας όταν παρουσιάζει τα Τ. Α. δεν περιορίζεται μόνο στην εθνική τους δράση, που ήταν η αναγκαία αντίσταση στην πύρινη λαίλαπα του ολοκληρωτικού σταλινισμού και των πρακτικών του, για την προστασία της ζωής των πολιτών, αλλά αναφέρει και τα πιθανά λάθη και υπερβάσεις τους.
Πολλά από τα παραπάνω έρχονται σε αντίθεση με την «επίσημη» αφήγηση του τι συνέβη στα κατοχικά χρόνια, όπου, μεταξύ άλλων, βαριά εγκλήματα εμφυλίου πολέμου, όπως οι δολοφονίες αιχμαλώτων και αμάχων, δικαιολογούνται σαν «εθνική αντίσταση», για να καλύψουν τους πραγματικούς σκοπούς των θυτών. Η δε πολιτεία, για να βοηθήσει την από όλους επιθυμητή συμφιλίωση, ύστερα από την ολοκλήρωση του εμφυλίου δράματος, παρασυρμένη από κάποιους δημοκόπους, προτίμησε, μεταξύ άλλων, δύο έξυπνες (smart), κατά την γνώμη μου ανήθικες, πολιτικές λύσεις: να τιμήσει τους θύτες, γεμίζοντας την χώρα με τα αγάλματά τους και δίνοντας τα ονόματά τους σε δρόμους και πλατείες, και απ’ την άλλη μεριά, να απέχει από τα μνημόσυνα των θυμάτων, ονομάζοντάς τα «γιορτές μίσους»! Μιά μεγάλη συνεισφορά της έρευνας του Μπουγά είναι ότι ξεκαθαρίζει με αποφασιστικότητα και σύνεση, όλα αυτά τα θλιβερά ζητήματα.
Στην συνέχεια θα ήθελα να συγκρίνω το βιβλίο με άλλες ιστορικές εργασίες που εξετάζουν την ίδια περίοδο και ιδιαίτερα αυτών που συνεισφέρουν στη «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς» των τελευταίων χρόνων. Η Ιστορία γράφεται με δυο βασικούς διαφορετικούς τρόπους (πρόκειται για ιδεατούς τύπους, που στην πράξη μπορούν να συνδυαστούν). Έχουν να κάνουν με το κατά πόσο ο ερευνητής καθοδηγείται από τη θεωρία, ή από τα γεγονότα. Δηλαδή, κατά πόσο ο ερευνητής χρησιμοποιεί την «προκρούστεια κλίνη» της θεωρίας για να «τεντώσει» ή να περικόψει την πραγματικότητα ώστε να ταιριάζει στα μέτρα του κρεβατιού. Ή κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή προσαρμόζει, ή ακόμα αλλάζει, το κρεβάτι, για να χωρέσει η πραγματικότητα.
Οι στρατευμένοι ιστοριογράφοι ξεκινούν πάντοτε από την θεωρία. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο τείνουν προς τον δογματισμό. Τις περισσότερες φορές μάλιστα διαλέγουν εκ των προτέρων την κατάλληλη θεωρία, ή την προοπτική, που τους βολεύει για να αποδείξουν τις θέσεις τους. Δηλαδή βλέπουν μόνο αυτά που θέλουν να δουν. Στις πιο χυδαίες περιπτώσεις αυτής της διαδικασίας, διαλέγουν σαν θεωρία τις δικές τους πολιτικές ιδεολογικές τοποθετήσεις και ερμηνείες. Έτσι καταλήγουν σε προδιαγραμμένα συμπεράσματα. Παραδείγματος χάριν, επιμένουν ότι το ΚΚΕ έκανε «εθνική αντίσταση», αντί να παραδεχτούν πως έκανε εμφύλιο για να εξοντώσει όλους αυτούς που εμποδίζαν την υλοποίηση των σχεδίων του. Παρομοίως είναι απολύτως πεπεισμένοι πως οι κομμουνιστές εγκαθίδρυσαν ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα στις Ανατολικές χώρες. Αυτό όταν οι ίδιοι οι πολίτες αυτών των κρατών, όπως και όλοι οι σοβαροί άνθρωποι της οικουμένης, γνωρίζουν ότι επρόκειτο για στυγνές και αμετάκλητες δικτατορίες, κλπ. Εν αντιθέσει όλων αυτών των τρόπων βιασμού της πραγματικότητας, ο Μπουγάς ξεκινάει την ιστορική του έρευνα, αδέσμευτος χωρίς προκαταλήψεις, από την περιγραφή πραγματικών ιστορικών γεγονότων. Αυτά τα απεικονίζει και αναλύει όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, ακολουθώντας τους απαραίτητους μεθοδολογικούς κανόνες της επιστήμης. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι οι ερμηνείες του διέπονται αναμφίβολα και από ορισμένες καθολικές βασικές αξίες του τι είναι σωστό και δίκαιο. Σε αυτό το σημείο ήθελα να προσθέσω και τον ρολό της βασικής αξίας του ανθρωπισμού, που κατά την γνώμη μου είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο.
Ο Μπουγας στην Ελληνική «Βανδέα» κάνει μια πολύ περιεκτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας των κατοχικών χρόνων και ιδιαίτερα των πηγών που αναφέρονται στα Πελοποννησιακά συμβάντα. Στις επισταμένες αναλύσεις του δεν αποκρύπτει τα αντίθετα επιχειρήματα, ούτε αλλοιώνει τις αναφορές άλλων που χρησιμοποιούνται σαν επιβεβαίωση ή διάψευση των υπό εξέταση γεγονότων. Είναι ιδιαίτερα εποικοδομητικό ότι κάθε φορά που καταλήγει σε κάποιο κεντρικό συμπέρασμα, φροντίζει να ολοκληρώσει την συζήτηση θέτοντας μια σειρά νέων ερωτήσεων προς τους αναγνώστες, ανοίγοντας έτσι μεθοδικά τον δρόμο για περαιτέρω έρευνα.
Εντυπωσιακή είναι και η χρήση εκτεταμένων μαρτυριών τις οποίες ο ίδιος συνέλεξε επιμελώς από τους άμεσα ή έμμεσα συμμετέχοντες στα γεγονότα. Αυτό το σπουδαίο υλικό εμπλουτίζει σημαντικά τους δυο τόμους των συνολικά 1200 σελίδων. Η επιτυχής χρήση τέτοιου είδους ποιοτικών μεθόδων συλλογής δεδομένων, αποτελεί και μια ευπρόσδεκτη καινοτομία στην ιστοριογραφία. Η συγκεκριμένη μέθοδος έχει τις ρίζες της στην Ανθρωπολογία και χρησιμοποιείται στις μέρες μας με επιτυχία και σε άλλους κλάδους των κοινωνικών επιστημών. Παρενθετικά, αυτό που έκανε ο Μπουγάς είναι άξιο συγχαρητηρίων, γιατί γίνεται από έναν επαγγελματία στατιστικολόγο. Αυτό έχει σημασία, εάν λάβει κανείς υπόψιν του ότι οι κατ’ εξοχήν μέθοδοι συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων στην Στατιστική είναι ποσοτικού χαρακτήρα. Παραδοσιακοί ιστοριογράφοι χρησιμοποιούν βέβαια τις μαρτυρίες των σημαντικών παραγόντων που συσχετίζονται με τα γεγονοτα. Αφήνουν αδικαιολόγητα στην άκρη όλους τους υπόλοιπους μάρτυρες. Αρέσκονται όμως να μιλάνε οι ίδιοι για λογαριασμό του απλού κόσμου περιγράφοντας τα βιώματά του. Στο βιβλίο του Μπουγά είναι καταγραμμένη η περιγραφή των απόψεων του λαού από τον ίδιο τον λαό. Και αυτό έπρεπε να γίνει, γιατί τελικά ήταν ο απλός κόσμος που επλήγη περισσότερο και τελείως άδικα από τον εμφύλιο πόλεμο.
Ολοκληρώνοντας, θέλω να δώσω δυο παραδείγματα από τις πολλές σημειώσεις που είπα ότι κράτησα διαβάζοντας το βιβλίο. Το ένα αφορά την παρουσίαση της δράσης και του ρόλου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και της σχέσης του με τον Βελουχιώτη, όταν έφτασε στην Πελοπόννησο το φθινόπωρο του 1944 σαν αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Η εικόνα που παρουσιάζει ο συγγραφέας, είναι άκρως διαφωτιστική. Ο Κανελλόπουλος ήταν πράγματι ένας άνθρωπος με προσόντα και είχε όλες τις προϋποθέσεις να λύσει πολλά προβλήματα, ή τουλάχιστον να μετριάσει τις σφαγές, αλλά απέτυχε λόγω, μεταξύ άλλων, αδυναμίας και αφέλειας. Όσο αφορά το τελευταίο, θέλω να συμπληρώσω λέγοντας πως αυτό ίσως οφείλεται και στο ότι σαν τυπικός ακαδημαϊκός έβλεπε τον κομμουνισμό, απλώς σαν μια θεωρία και τον αντιμετώπιζε αναλόγως. Το πως το ΚΚΕ, που εξουσίαζε το ΕΑΜικό κίνημα, εφάρμοζε την θεωρία στην πράξη, ήταν γι’ αυτόν δευτερευούσης σημασίας, μια υποσημείωση στην όλη υπόθεση. Ο Κανελλόπουλος συνέχισε να δίνει απόλυτη προτεραιότητα στον κόσμο των ιδεών και των προθέσεων, παρόλες τις οδυνηρές προσωπικές του εμπειρίες από τη βία των στασιαστών στην Αίγυπτο, και απ’ ό,τι άκουσε για τα θλιβερά παραδείγματα ακραίας κόκκινης βίας στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Πελοπόννησο. Είναι εντυπωσιακό πως στο Ημερολόγιο Κατοχήςσχολίαζε επανειλημμένως το είδος των λόγων που έβγαζε από τα πελοποννησιακά μπαλκόνια ο Βελουχιώτης και άλλοι πολιτικοί. Επικεντρωνόταν στα λόγια και τους εξορθολογισμούς τους, αδιαφορώντας για τις εγκληματικές τους πράξεις. Απόδειξη ότι απέφυγε να πλησιάσει τους τόπους των μαρτυρίων στην Πελοπόννησο. Ούτε άναψε ένα κεράκι σε μια εκκλησία στην μνήμη των θυμάτων τους. Διότι αντιμετώπισε τα αληθινά προβλήματα και την σκληρή πραγματικότητα του εμφυλίου με υποδειγματική αφέλεια. Σαν να επρόκειτο για αντιμαχίες και συζητήσεις γύρω από ένα θεωρητικό ζήτημα σε κάποιο πανεπιστημιακό σεμινάριο. Τελικά, ούτε φαίνεται ότι κατάλαβε ποτέ μέχρι τέλους της ζωής του, γιατί η εθνική αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ, που αρχικά είχε εμπνευστεί μεταξύ άλλων από τις προπολεμικές κοινωνικές και ενωτικές του ιδέες, του γύρισε αμέσως την πλάτη μόλις εκείνος προέτρεψε τα μέλη της οργάνωσης να προσχωρήσουν στο ΕΑΜ.
Ένα άλλο παράδειγμα που πρέπει να αναφερθεί είναι ο βασικός ρόλος των κομματικών σχολών για τα ηγετικά στελέχη όλων των μελών της Διεθνούς, που είχαν την έδρα τους στην Σοβιετική Ένωση, όπως το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο «Στάλιν» των Εργαζομένων της Ανατολής, (KUTV), «ΚΟΥΤΒ». Σε αυτές τις σχολές, είχαν κατά καιρούς εκπαιδευτεί τα περισσότερα από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ. Όπως μεταξύ άλλων, ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Γιώργης Σιάντος, ο Γιάννης Ιωαννίδης και το ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ Λευτέρης Αποστόλου. Επρόκειτο για εκτενή κομματικά εκπαιδευτικά ημιστρατιωτικά προγράμματα που είχαν σκοπό να προετοιμάσουν όλους αυτούς τους επαγγελματίες επαναστάτες για την κατάληψη και την μονοπώληση της εξουσίας στην χώρα τους.
Εκπαιδεύονταν μεταξύ άλλων και στην περίφημη ρωσική στρατηγική σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, «Μασκίροβκα», που είχε να κάνει με την παραπληροφόρηση, απόκρυψη, παραπλάνηση και αιφνιδιασμό των αντιπάλων. Άλλες γνωστές τακτικές που έμαθαν να εφαρμόζουν ήταν, εκτός του από το να ψεύδονται σκόπιμα και κατ’ εξακολούθηση για να επηρεάζουν τους αφελείς, πως να προκαλούν τους αντιπάλους τους να κάνουν αντίποινα ώστε να αναγκάσουν τον κόσμο να επαναστατήσει. Διαβάζοντας την Ελληνική «Βανδέα» συνειδητοποιεί κανείς πως πολλά από τα παραπάνω διδάγματα τα εφάρμοσαν κατά γράμμα οι ηγέτες του ΚΚΕ στην κατοχική περίοδο. Οι γενικές υποδείξεις στρατηγικής και τακτικής δράσης των κομματικών σχολών, χρησιμοποιήθηκαν και σαν εγκεκριμένες ντιρεκτίβες σε εκείνες τις περιόδους της κατοχής που το ΚΚΕ είχε δυσκολίες επαφής με τους σοβιετικούς ώστε να μπορεί να πάρει συγκεκριμένες οδηγίες πολιτικής ή στρατιωτικής δράσης. Δυστυχώς είναι λίγα αυτά που γνωρίζουμε για το τι ακριβώς διδάχτηκαν τα στελέχη του ΚΚΕ στα κομματικά τους σχολεία, για να μπορούμε να εκτιμήσουμε όλο το εύρος των εφαρμογών, ή τουλάχιστον να κρίνουμε την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων. Ευελπιστώ πως μια ημέρα όλα αυτά θα γίνουν γνωστά. Τότε θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε με ακόμα περισσότερη βεβαιότητα και ακρίβεια τις επιδιώξεις και τη δράση του ΚΚΕ. Περιττό να προσθέσω πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ από τους στρατευμένους ιστορικούς οι οποίοι αποφεύγουν όσο μπορούν αυτού του είδους συζητήσεις. Η ΚΟΥΤΒ είναι αναμφισβήτητα ένα ταμπού.
Δρ. Κωσταντίνος Λάμπου
Αναπλ. καθηγητής πανεπιστημίου, με ειδίκευση σε θέματα οργάνωσης και ηγεσίας.