Το Δ’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η θέση για αυτόνομη Μακεδονία και Θράκη – Η Στ’ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, η αντίδραση των Ελλήνων Κομμουνιστών και το μανιφέστο που δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» για ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη
Ένα από τα θέματα για τα οποία έχει κατηγορηθεί το Κ.Κ.Ε. ήταν η στάση του για το ζήτημα της Μακεδονίας και της Θράκης τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή του, καθώς φαίνεται ότι επιθυμία της ηγεσίας του κόμματος ήταν η δημιουργία μιας ανεξάρτητης κρατικής οντότητας που θα περιλάμβανε ολόκληρες τις περιοχές αυτές. Και για το συγκεκριμένο θέμα έχουν γραφτεί πολλά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν άγνωστα, ως τώρα, στοιχεία που φυλάσσονται στα Εθνικά Βρετανικά Αρχεία. Τα στοιχεία αυτά περιέχονται σε μια σειρά από κείμενα που συντάχθηκαν την άνοιξη του 1947 από κάποιον άγνωστο Βρετανό, στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών ειδικευμένο στα σχετικά με τον Κομμουνισμό θέματα ή Βρετανό πράκτορα που είχε θητεύσει στο κομμουνιστικό κίνημα της μεσοπολεμικής περιόδου. Όλα αυτά τα στοιχεία τα μετέφρασε και τα επιμελήθηκε ο Γιάννης Παπαθεοδώρου και περιέχονται στο βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», Εκδόσεις HISTORIA, 2023. Θα παραθέσουμε μερικά από τα στοιχεία που αφορούν τη στάση του Κ.Κ.Ε. στο ζήτημα της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο ανώνυμος συγγραφέας (ή συγγραφείς) αναφέρονται στα γεγονότα της περιόδου ως το 1947, με τα οποία θα ασχοληθούμε στο μέλλον.
Το ΣΕΚΕ και η Τρίτη Διεθνής
Το ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας), ο πρόδρομος του Κ.Κ.Ε. συνδέθηκε με τη Τρίτη Διεθνή με απόφαση του Α΄ Εθνικού Συμβουλίου του, τον Ιούνιο του 1919 η οποία εγκρίθηκε από το Β’ Συνέδριο του Κόμματος τον Απρίλιο του 1920. Στο εξής το ΣΕΚΕ δήλωνε ότι δεχόταν επίσημα τις αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς και επίσης ότι δεσμευόταν από τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί από τη συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας που διεξήχθη στις 15 Ιανουαρίου 1920 στη Σόφια. Η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία ήταν μια οργάνωση που εμπνεόταν από το ΚΚ Βουλγαρίας το οποίο καθοδηγούσε την πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα Βαλκάνια από τη Βιέννη. Πλέον, η λέξη «Κομμουνιστικό» εμφανιζόταν σε παρένθεση μετά το «Σοσιαλιστικό Εργατικό» στην ονομασία του Κόμματος. Αυτός ήταν ο επίσημος τίτλος μέχρι το Γ’ Έκτακτο Συνέδριο του 1924 όταν το ΣΕΚΕ μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Η αναφορά στην Κομμουνιστική Διεθνή εγκαταλείφθηκε μετά τη διάλυσή της (Μάιος 1943).
Το μακεδονικό και το θρακικό ζήτημα
Το πρώτο μείζον θέμα που ταλαιπώρησε και διαίρεσε τους Έλληνες κομμουνιστές ήταν αυτό της Μακεδονίας και της Θράκης. Υπήρχε ανέκαθεν η άποψη ότι «όποιος ελέγχει την κοιλάδα του Βαρδάρη (Αξιού) ελέγχει τα Βαλκάνια». Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας μοιράστηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία, ενώ η Βουλγαρία διατήρησε τελικά μόνο ένα τμήμα στην περιοχή του Πετριτσίου. Συνεπώς η Ελλάδα και η Σερβία είχαν κοινό συμφέρον να διατηρήσουν τα εδάφη τους.
Αντίθετα, η Βουλγαρία ήθελε να επεκτείνει τα εδάφη της και γι’ αυτό υποστήριξε μια μυστική οργάνωση, την ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Η Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών, ως τότε ανήκε στη Βουλγαρία, ενώ η Τουρκία με τη Συνθήκη της Λωζάνης πήρε τα εδάφη που βρίσκονταν ανατολικά του Έβρου. Η Βουλγαρία ήταν το σημαντικότερο κομμουνιστικό κέντρο στα Βαλκάνια, ενώ όπως είναι γνωστό η Μόσχα υποστήριζε τους κεμαλιστές εναντίον της Ελλάδας και της Αντάντ. Το Δ’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1922 αποφάσισε ότι οι πρόσφυγες από την Τουρκία έπρεπε να πειστούν ότι είναι θύματα του ελληνικού ιμπερεαλισμού και ότι η εγκατάστασή τους στη Μακεδονία και τη Θράκη, θα έπρεπε να γίνει κατανοητή ως μία καπιταλιστική προσπάθεια να αλλοιωθεί ο εθνολογικός χαρακτήρας αυτών των περιοχών. Τον ίδιο χρόνο έγινε μια συνάντηση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, στην οποία κυριαρχούσαν οι Βούλγαροι. Μάλιστα Γ.Γ. της ήταν ο Βούλγαρος Βασίλ Κολάροφ. Οι Βούλγαροι αντιπρόσωποι ανέδειξαν το ζήτημα της αυτονομίας της Μακεδονίας. Ο εκπρόσωπος του ΣΕΚΕ (τότε) Γιάννης Πετσόπουλος, ζήτησε το θέμα να μετατεθεί μέχρι να συμβουλευθεί την Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αυτό το όργανο ενέκρινε ομόφωνα τη δράση του. Η Κομμουνιστική Διεθνής ενδιαφερόταν περισσότερο να χρησιμοποιήσει τους Έλληνες κομμουνιστές για να προωθήσουν τη γενική πολιτική τους στα Βαλκάνια, παρά για να κάνουν επανάσταση στην Ελλάδα. Σκοπός αυτής της πολιτικής ήταν να παραμείνει η Βαλκανική Χερσόνησος διαιρεμένη, δίνοντας υπερβολικές υποσχέσεις σε όλες τις μειονότητες και φροντίζοντας να στρέψει όλα τα εχθρικά στοιχεία το ένα εναντίον του άλλου.
Το Γραφείο της Θεσσαλονίκης της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Πιθανή αποδοχή από το ΣΕΚΕ της πρότασης της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Έτσι, η Κομμουνιστική Διεθνής ίδρυσε το 1923 στη Θεσσαλονίκη ένα «Γραφείο Εργασίας», με άμεσο στόχο τη διεξαγωγή προπαγάνδας στη Μακεδονία. Αυτό το γραφείο στελεχώθηκε από Εβραίους, Ρώσους και Βαλκάνιους πράκτορες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές ενέργειες της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και προμήθευε τους πυρήνες της με όπλα. Λειτούργησε ως όργανο για την επιβολή στους Έλληνες κομμουνιστές, ενώ υπήρξε μία τουλάχιστον περίπτωση όπου συνέταξε τις αναφορές που υποβλήθηκαν σε ένα από τα Συνέδρια του Κ.Κ.Ε. Άσκησε επίσης σημαντική επιρροή στην κομμουνιστική νεολαία. Τα γραφεία της μεταγκαταστάθηκαν από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη το 1926. Πιθανότατα η νεολαία του Κ.Κ.Ε. ήθελε να δρα αυτόνομα από την ηγεσία του κόμματος. Επιπλέον, το Γραφείο Θεσσαλονίκης λειτούργησε ως σταθμός για τους πράκτορες της Κομμουνιστικής Διεθνούς που ταξίδευαν προς την Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ενώ αργότερα ο «ρόλος» αυτός μοιράστηκε με τον Πειραιά. Πάντως, τον Μάιο του 1930 με απόφαση της Κυβέρνησης το Γραφείο Θεσσαλονίκης έκλεισε.
Η Στ’ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Μάρτιος 1924)
Στη Στ’ (6η) Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας που έγινε τον Μάρτιο του 1924, φάνηκε καθαρά η πρόθεση της Κομμουνιστικής Διεθνούς να τονίσει τα ζητήματα της Μακεδονίας και της Θράκης Εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε. στη Συνδιάσκεψη αυτή ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος.
Μερικά σημεία της απόφασης που υιοθετήθηκε είναι χαρακτηριστικά: «… Μόνο μέσα από τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονίας και Θράκης και μέσα από την ένταξή της και άλλων χωρών σε μία Ομοσπονδιακή Βαλκανική Δημοκρατία… θα μπορέσει να εμπεδωθεί η μόνιμη ειρήνη…». Οι κομμουνιστές καλούνταν να «διατηρούν όσο το δυνατόν πιο στενές σχέσεις με αυτές τις (επαναστατικές) οργανώσεις και να παρεμβαίνουν στην καθοδήγηση και τη δραστηριότητά τους «με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η κυρίαρχη θέση των εργαζόμενων μαζών». Ο κύριος κομμουνιστικός στόχος ήταν να εμποδιστούν «τα στοιχεία των μεγαλοαγροτών, των αστών και των τυχοδιωκτών» από τα επαναστατικά στοιχεία για τους δικούς τους σκοπούς. Έτσι η τακτική του ΕΜΕΟ χρησιμοποιήθηκε στο μακεδονικό μέτωπο και μάλιστα με επιτυχία καθώς ο ηγέτης του Ντίμιταρ Βλάχοφ ήταν βασικός υποστηρικτής του Τίτο και ένας από τους ηγέτες του αντάρτικου κινήματος στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία.
Η αντίδραση των Ελλήνων κομμουνιστών
Οι αντιδράσεις των Ελλήνων κομμουνιστών ηγετών σε αυτές τις ντιρεκτίβες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές. Η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όξυνε τα πράγματα καθώς ακολούθησαν και παράλληλες ανταλλαγές που γίνονταν ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Καθώς πολλοί Βούλγαροι που κατοικούσαν στη χώρα μας έφυγαν για τη Βουλγαρία χωρίς να έχει ρευστοποιηθεί η περιουσία τους, η γειτονική χώρα προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών από τον Μάρτιο του 1923, ενώ τα συνοριακά επεισόδια ήταν συχνά. Η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία έδωσε οδηγίες στο Κ.Κ.Ε. να «υψώσει» τη φωνή του και να αγωνιστεί εναντίον κάθε προσπάθειας να εξελληνιστούν τα νέα εδάφη μέσω της απέλασης των Τούρκων και των Βουλγάρων. Το Κ.Κ.Ε. κλήθηκε να ζητήσει την ακύρωση της Σύμβασης περί ανταλλαγής πληθυσμών και μαζί με το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα να κάνουν ό, τι είναι δυνατόν ώστε να αποφευχθεί η σύναψη μιας παρόμοιας συνθήκης ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία.
Και επίσης, θα έπρεπε να επιμείνουν στο δικαίωμα των μειονοτήτων για αυτοπροσδιορισμό, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος για αυτονόμηση. Το θέμα τέθηκε στο Ε’ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1924. Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές υποστήριξαν τους Έλληνες ωστόσο κατηγορήθηκαν και τα δύο κόμματα για απειθαρχία.
Η νίκη των εξτρεμιστικών στοιχείων και η δημιουργία του ΚΚΕ
Τους πρώτους μήνες του 1924 βάθυνε η διαίρεση που προϋπήρχε ανάμεσα στα παλαιότερα μέλη του Κ.Κ.Ε. που κρατούσαν πιο μετριοπαθή στάση και τα νεότερα μέλη που είχαν υιοθετήσει περισσότερο εξτρεμιστικές απόψεις. Τον Ιούνιο του 1924 η Κομμουνιστική Διεθνής έστειλε στην Ελλάδα τον Σεραφείμ Μάξιμο προκειμένου να αναδιοργανωθεί το κόμμα. Διαμορφώθηκε τότε μια τριανδρία (Σεραφείμ Μάξιμος, Θωμάς Αποστολίδης και Γιάνης ,με ένα νι…, Κορδάτος), η οποία έδιωξε από το κόμμα τους μετριοπαθείς ηγέτες Σίδερη και Γεωργιάδη καθώς και δύο ακόμα σημαντικά στελέχη, τους Παπαναστασίου και Μπεναρόγια (θα αναφερθούμε σε αυτόν εκτενέστερα στη συνέχεια). Οι δύο τελευταίοι κατηγορήθηκαν ότι διαχειρίζονταν με λάθος τρόπο τα ζητήματα του κόμματος και ότι το οδηγούσαν σε αποτυχίες. Τα στελέχη που αποπέμφθηκαν επιχείρησαν με τη στήριξη της κυβέρνησης να δημιουργήσουν μια σοσιαλδημοκρατική ομάδα αλλά αυτή η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε. Η διαγραφή τους άνοιξε τον δρόμο για τον Μάξιμο και τους νέους σε ηλικία εξτρεμιστές ακολούθους του, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος. Έτσι, ο Πουλιόπουλος ανέλαβε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής στο Γ’ Έκτακτο Συνέδριο που έγινε τον Νοέμβριο του 1924. Σε αυτό οι Έλληνες αποδέχτηκαν τους 21 όρους της Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας Κολάροφ, με την οποία κατηγορούσε τους Έλληνες για έλλειψη συνεργασίας και τόνιζε ότι η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας υπό σοβιετική προστασία θα έπρεπε να θεωρείται άμεσος στόχος. Το Κ.Κ.Ε. συμμορφώθηκε και αποφάσισε ότι αποδέχεται τις αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας ως «εντελώς σωστές και πραγματικά επαναστατικές».
Από τότε, ο ελληνιστικός κομμουνιστικός Τύπος υποστήριζε το αίτημα για τη μακεδονική και θρακική αυτονομία ωστόσο πιθανότατα βρισκόταν υπό την επιτήρηση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας του Γραφείου Θεσσαλονίκης και της Σοβιετικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Στο μεταξύ η ανταλλαγή πληθυσμών συνεχιζόταν και το 1925. Οι πράκτορες της Κομμουνιστικής Διεθνούς έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στους πρόσφυγες, φτάνοντας στο σημείο να τους υπόσχονται ότι αν γίνονταν κομμουνιστές η ΕΣΣΔ θα κανόνιζε την επιστροφή τους στην Τουρκία! Έτσι, πριν το 1928 το 50% των μελών του Κ.Κ.Ε. ήταν πρόσφυγες. Πάντως δεν είναι σαφής η θέση που είχαν απέναντι στο ζήτημα της αυτονομίας την ίδια στιγμή που οι Έλληνες της «Παλαιάς Ελλάδας» ήταν ριζικά αντίθετοι μ’ αυτή.
Η δράση της κυβέρνησης εναντίον του Κ.Κ.Ε.
Στα τέλη του 1944 η δράση του Κ.Κ.Ε. θορύβησε τη κυβέρνηση. Ένα μανιφέστο του Σεραφείμ Μάξιμου που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1924 κινητοποίησε την Αστυνομία που θεώρησε ότι το Κόμμα ετοίμαζε πραξικόπημα, κάτι που δεν είχε καμία βάση. Ο Μάξιμος, ο Αποστολίδης και ο Κορδάτος, καθώς και άλλα στελέχη φυλακίστηκαν. Οι Αποστολίδης και Κορδάτος πίστευαν ότι όλα αυτά συνδέονταν με την «ανοησία της νέας πολιτικής πάνω στο εθνικό ζήτημα».
Το μανιφέστο του Συνεδρίου του Κ.Κ.Ε.(1924) για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη
Από τις 26 Νοεμβρίου, ως τις 3 Δεκεμβρίου 1924 διεξήχθη συνέδριο του Κ.Κ.Ε. Μανιφέστο του προς τον εργαζόμενο λαό δημοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» της 14ης Δεκεμβρίου 1924. Στο μανιφέστο υπάρχει ειδικό κεφάλαιο, το 4ο το οποίο τιτλοφορείται «Ανεξαρτησία στη Μακεδονία και τη Θράκη». Είναι πρακτικά αδύνατο να μεταφέρουμε όλα όσα γράφονται σε αυτό. Σε αδρές γραμμές, γίνεται λόγος για Ευρωπαίους μιλιταριστές που έδρασαν στη Μικρασία, τα Βαλκάνια και την Ουκρανία, για την ελληνική μπουρζουαζία, που χρησιμοποίησε 300.000 απελπισμένους πρόσφυγες για ν’ αποικίσει τη Μακεδονία και συνεχίζει: «Η ντόπια μπουρζουαζία είναι εθνικός δυνάστης και καταπιεστής του Μακεδονικού και Θρακικού λαού και συγχρόνως ο κοινωνικός δυνάστης της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτικών και προσφυγικών μαζών. Αν δεν συντρίψουμε τον εθνικό ζυγό της ντόπιας μπουρζουαζίας που βαρύνει τη Μακεδονία και τη Θράκη δεν μπορούμε να τσακίσουμε τον κοινωνικό ζυγό της ίδιας μπουρζουαζίας που βαρύνει πάνω σε μας»
Και το μανιφέστο καταλήγει: «Να γιατί αγωνιζόμαστε για την ένωση των 3 τμημάτων της Μακεδονίας και της Θράκης και για την ενιαία και ανεξάρτητη κρατική τους ύπαρξη. Να γιατί ζητάμε Εθνικά Συμβούλια Προσφύγων μέσα στην ανεξάρτητη και ελεύθερη Μακεδονία να μοιράσουν μόνα τους τις γαίες μεταξύ των προσφύγων σύμφωνα με τα συμφέροντα του φτωχού αγροτοπροσφυγικού πληθυσμού της χώρας. Να πώς θα σωθούν οριστικά οι χιλιοδυστυχισμένοι πρόσφυγες της Μακεδονίας…».
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια
Κάποιοι αναγνώστες σε σχόλια τους ζητούν να αναφερθούμε στον Αβραάμ Μπεναρόγια, έναν από τους πρωτοπόρους του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Με την ευκαιρία του σημερινού άρθρου παραθέτουμε μερικά στοιχεία γι’ αυτόν. Ο Αβραάμ Ελιέζερ Μπεναρόγια (1887-1979) ήταν εβραϊκής καταγωγής συνδικαλιστής, δημοσιογράφος και πολιτικός. Γεννήθηκε στο Βιδίνιο (Βιντίν) της Βουλγαρίας. Έζησε για λίγα χρόνια στο Βελιγράδι και τη Φιλιππούπολη. Το 1908 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου ήταν ο πρωτοπόρος της ίδρυσης της εργατικής οργάνωσης Φεντερασιόν. Υπήρξε επίσης ένας από τους ιδρυτές της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. Το 1924 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε. για οπορτουνισμό. Ο ίδιος πάντως ήταν εκφραστής μιας σοσιαλδημοκρατικής μετριοπάθειας. Καθώς δεν μπόρεσε να πρωταγωνιστήσει στην ίδρυση νέου σοσιαλιστικού κόμματος στη μεσοπολεμική Ελλάδα, έμεινε εκτός ενεργού πολιτικής. Στα χρόνια της Κατοχής συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου κρατήθηκε για 1,5 χρόνο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1945 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εγκαταστάθηκε στο Ισραήλ όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρχικά ήταν εναντίον της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του πάντως ήταν εχθρικά διακείμενος προς τη Σοβιετική Ένωση.
Πηγή:
Γιάννης Παπαθεοδώρου, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», Εκδόσεις HISTORIA
Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις HISTORIA για την πολύτιμη βοήθειά τους.