1204. Η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

           Το δεύτερο «θανάσιμο χτύπημα» 

           στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία !

του Βασίλη  Στοϊλόπουλου

(Φωτο 1) Στις 12 Απριλίου 1204 Φράγκοι και Βενετοί σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη λεηλάτησαν με μια πρωτόγνωρη μέχρι τότε στην παγκόσμια ιστορία καταστροφική μανία. 

(Φωτο 2) Η βάρβαρη αυτή πράξη, που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας, ήταν έργο άπληστων δυτικών φεουδαρχών. Σπουδαίοι ιστορικοί βυζαντινολόγοι χαρακτήρισαν αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός  «έγκλημα που παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τα Βαλκάνια σε έξι αιώνες βαρβαρότητας» (Σερ Έντουιν Πήαρς) και «πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας» (σερ Στήβενσον Ράνσιμαν), που τελικά έφερε τους Οθωμανούς μέχρι έξω από τα τείχη της Βιέννης μερικούς αιώνες αργότερα. 

(Φωτο 3) Για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, που βρισκόταν σε φάση παρακμής επί της δυναστείας των Αγγέλων, το 1204 ήταν το δεύτερο «θανάσιμο κτύπημα», μετά από το πρώτο, την ήττα το 1071 στη Μάχη του Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους Τούρκους. Δυόμιση αιώνες αργότερα θ΄ ακολουθούσε το τελειωτικό τρίτο χτύπημα, το 1453, με την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς του Μωάμεθ Β΄.

(Φωτο 4) Η αρχή για την Τέταρτη Σταυροφορία έγινε στις 31 Δεκεμβρίου του 1199, όταν ο ισχυρός και ραδιούργος Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ κάλεσε τους φεουδάρχες ηγεμόνες της Δύσης για μια νέα σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Σταυροφορία που την έθεσε κάτω από την πνευματική σκέπη της καθολικής εκκλησίας της Ρώμης. 

(Φωτο 5) Την Άνοιξη του 1202 σταυροφόροι από πολλά σημεία της Ευρώπης συγκεντρώθηκαν στη Βενετία η οποία ανέλαβε τη μεταφορά στους Αγίους Τόπους 33.500 σταυροφόρων και 4.000 ίππων, καθώς και την διατροφή τους για έναν χρόνο έναντι του σημαντικού ποσού των 85.000 αργυρών μάρκων. Ανάμεσα στους σημαντικότερος σταυροφόρους συγκαταλέγονταν ο Γοδεφρείδος Βελαρδουΐνος,  ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και ο Ροβέρδος του Κλαρύ. 

(Φωτο 6) Ο όρκος της συμφωνίας σταυροφόρων και Βενετών δόθηκε μέσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Εκεί κυριάρχησε η άποψη του 85χρονου Ενετού Δόγη Δάνδολου ότι η Ανατολή, χριστιανική και μωαμεθανική, ήταν μια αστείρευτη πηγή πλούτου προς απομύζηση και διαμελισμό απέραντων εκτάσεων.

(Φωτο 7) Ο τυφλός Δόγης της θαλασσοκράτειρας «Γαληνότατης Δημοκρατίας»,  με το αστείρευτο μίσος ενάντια στους Βυζαντινούς, θεωρούσε τους σταυροφόρους εν δυνάμει «ομήρους» από τη στιγμή που επέλεξαν τη θαλάσσια οδό για να φτάσουν στους Αγίους Τόπους.  Χωρίς περιστροφές τους ζήτησε την άμεση καταβολή ολόκληρου του ποσού της συμφωνίας, γνωρίζοντας ότι οι σταυροφόροι δεν μπορούσαν να πληρώσουν αμέσως ούτε το μισό από αυτό το τεράστιο ποσό.

(Φωτο 8) Μπροστά στην έντονη δυσαρέσκεια των σταυροφόρων για τον ανοιχτό εκβιασμό, (αρκετοί από αυτούς αποχώρησαν κι επέστρεψαν στις πατρίδες τους), οι Βενετοί πρότειναν για ανταμοιβή την κατάληψη της πόλης Ζάρας στις Δαλματικές Ακτές που ανήκε τότε στο χριστιανικό Ουγγρικό Βασίλειο. Οι σταυροφόροι, παρά τη δυσαρέσκειά τους, συμφώνησαν και τον Οκτώβριο του 1202 οι σταυροφόροι έφτασαν στη Ζάρα την οποία κατέλαβαν και λεηλάτησαν άγρια, μετά από έναν μήνα πολιορκίας. 

(Φωτο 9) Οι «ζηλωτές του Θεού» σταυροφόροι δεν πτοήθηκαν ούτε όταν οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωμένους. Το αποτέλεσμα της λεηλασίας ήταν να ικανοποιηθεί το αίτημα της «Γαληνότατης Δημοκρατίας» για την άμεση είσπραξη του χρηματικού ποσού που της είχαν υποσχεθεί. Ο πάπας της Ρώμης διαμαρτυρήθηκε γι  αυτήν την πρώτη εκτροπή από τον ιερό σκοπό και αφόρισε για κάποιο διάστημα τους Βενετούς.

(Φωτο 10) Στην κατεστραμμένη Ζάρα συνάντησε τους σταυροφόρους ο Αλέξιος Άγγελος, γιος του καθηρημένου από το 1195 Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄ που είχε εκθρονιστεί από τον αδελφό του Αλέξιο Γ΄.  Ο νεαρός Αλέξιος Άγγελος ζήτησε τη βοήθεια από τους ηγέτες της σταυροφορίας για την ανακατάληψη του βυζαντινού θρόνου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον πατέρα του. 

(Φωτο 11) Χωρίς να έχει καμία επίγνωση της κατάστασης ο νεαρός Αλέξιος δεσμεύεται να δώσει στους σταυροφόρους όχι μόνο το τεράστιο ποσό των 200.000 αργυρών μάρκων, αλλά και να συμμετάσχουν οι Βυζαντινοί στη σταυροφορία με 10.000 στρατιώτες και να διατηρούν μόνιμη φρουρά στους Αγίους Τόπους. Επιπλέον υποσχέθηκε να ευοδωθεί η επανένωση των δύο Εκκλησιών σύμφωνα με τη βούληση του πάπα Ιονοκέντιου Γ΄.

(Φωτο 12) Έτσι, τον Μάιο του 1203 ο βενετικός στόλος μαζί με τον πρίγκιπα Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα προς την Κέρκυρα και ύστερα από ένα μήνα αντί να κατευθυνθεί προς την Αίγυπτο, όπως είχε σχεδιαστεί, έκανε την εμφάνισή του μπροστά από την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. 

(Φωτο 13) Η βυζαντινή πρωτεύουσα ήταν μια από τις πολυπληθέστερες και πλουσιότερες πόλεις του κόσμου. Όμως εκείνη την περίοδο της ανίκανης δυναστείας των Αγγέλων που είχε διαδεχτεί τους ένδοξους Κομνηνούς, θύμιζε, σύμφωνα με τον βυζαντινό χρονογράφο Νικήτα Χωνιάτη, «την Σύβαρι, που ήταν γνωστή για τη μαλθακότητά της».

(Φωτο 14) Με την έναρξη της πολιορκίας, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας μαζί του και το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Με τη βοήθεια των σταυροφόρων ο αδύναμος Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο του, ενώ ο γιος του πρίγκιπας Αλέξιος στέφτηκε συναυτοκράτορας ως Αλέξιος Δ΄, τον Αύγουστο του 1203

βοήθεια των σταυροφόρων ο αδύναμος Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο του, ενώ ο γιος του πρίγκιπας Αλέξιος στέφτηκε συναυτοκράτορας ως Αλέξιος Δ΄, τον Αύγουστο του 1203. Όμως, ο λαός της Κωνσταντινούπολης που ήταν ενάντια στη φιλολατινική πολιτική έτρεφε εχθρικά αισθήματα για την νέα εξουσία των Αγγέλων. Τη θεωρούσε προδοτική λόγω των στενών σχέσεών της με τους μισητούς Λατίνους, που τους είχαν αποδοθεί πολλά εμπορικά προνόμια σε βάρος των Βυζαντινών ήδη από την εποχή των Κομνηνών.

(Φωτο 15) Ο νέος αυτοκράτορας Αλέξιος Δ΄ κατέβαλε στους Δυτικούς ένα μέρος μόνο των χρημάτων που υποσχέθηκε στους Δυτικούς. Ακολούθησε μάλιστα παρελκυστική πολιτική αδυνατώντας να κρατήσει όλες τις υπερφίαλες υποσχέσεις του στους Λατίνους. Διέταξε μάλιστα να καταστραφούν εικόνες και αντικείμενα λατρείας, προκειμένου να πάρει τον χρυσό και τον άργυρο που περιείχαν. Ο λαός εξαγριώθηκε και θεώρησε την απόφαση αυτή του αυτοκράτορα ιεροσυλία. Το Βυζάντιο βρισκόταν και πάλι σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, αφού υπήρχαν τρεις αυτοκράτορες, ο Αλέξιος Γ’  στη Θράκη, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ισαάκιος Β΄ και ο ανίσχυρος γιος του Αλέξιος Δ’ , ο οποίος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη θέση. 

(Φωτο 16) Η επανάσταση στην Βασιλεύουσα δεν άργησε να ξεσπάσει και ο λαός επέβαλλε στις 25 Ιανουαρίου 1204, μετά από διαβουλεύσεις, νέο αυτοκράτορα, παρά τη θέλησή του, τον νεαρό Νικόλαο Καναβό. Ο Αλέξιος Δ΄ ήρθε και πάλι σε επαφή με τους Λατίνους και ζήτησε να έρθουν για προστασία του στο παλάτι των Βλαχερνών στο βορειοδυτικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ήταν μια προδοσία που δεν μπορούσε ν΄ ανεχθεί πλέον κανείς στην πρωτεύουσα. Μια πράξη που ισοδυναμούσε με το βίαιο τέλος του.

(Φωτο 17) Μετά από αυτό ακολούθησε αμέσως αυτοκρατορική συνωμοσία με λαϊκή στήριξη και στις 29 Ιανουαρίου 1204 ανακηρύσσεται ο επόμενος νέος αυτοκράτορας, ο Αλέξιος Δούκας, ηγέτης του αντιλατινικού κινήματος, με το όνομα Αλέξιο Ε΄ Μούρτζουφλος. Ο Νικόλαος Καναβός εξαφανίστηκε και ο σφετεριστής αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ αρνιέται οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους Λατίνους. Απέρριψε τις συμφωνίες των προκατόχων του με τους σταυροφόρους και προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί.

(Φωτο 18) Προηγουμένως, μετά από διαταγή του Μούρτζουφλου ο Αλέξιος Δ΄ και ο Ισαάκιος Β΄ δολοφονούνται. Έτσι οι σταυροφόροι βρίσκουν την ευκαιρία να αποδεσμευτούν από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι του Βυζαντίου. Οι Δυτικοί εξέλαβαν την ανατροπή του Αλεξίου Δ΄ σαν μια καλή ευκαιρία για να επιτεθούν ανοιχτά πλέον ενάντια στην Κωνσταντινούπολη. 

(Φωτο 19) Για αρκετούς μήνες οι σταυροφόροι είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της Πόλης προκαλώντας καταστροφές, με αποκορύφωμα την μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε ένα σημαντικό μέρος της Πόλης. Η κατάσταση στο στρατόπεδο των Δυτικών επιδεινώνονταν όμως και με τη πάροδο του χρόνου έγινε απελπιστική. Τελικά, τον Μάρτιο του 1204 οι ηγέτες των σταυροφόρων συνάπτουν μεταξύ τους νέα συμφωνία που ξεκινούσε με την πρόταση : «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε δια των όπλων την Πόλη». «Ο κύβος ερρίφθη».

(Φωτο 20) Στις 8 Απριλίου του 1204 οι σταυροφόροι  επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για μια ακόμη φορά, με τη δικαιολογία ότι θέλουν να τιμωρήσουν τον δολοφόνο του Αλέξιου Δ΄ Άγγελου. Ο Αλέξιος Ε΄ αντέταξε ισχυρή άμυνα έχοντας σύμμαχο και τον άσχημο καιρό. Οι επιτιθέμενοι που θεώρησαν θεϊκό σημάδι την κακοκαιρία θέλησαν κάποια στιγμή να λύσουν την πολιορκία. 

επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά». 

(Φωτο 32) Η αντίσταση των Βυζαντινών ξεκίνησε από την πρώτη μέρα της λατινικής κατάκτησης με πρώτο τον άρχοντα του Ναυπλίου και του Άργους Λέοντα Σγουρό, μια «χιμαιρική μορφή του μεσαιωνικού Ελληνισμού». 

(Φωτο 33) Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διατηρήθηκε για 57 χρόνια, από το 1204 μέχρι το 1261, οπότε και καταλύθηκε από την ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης έγινε όταν στη διάρκεια ενός ταξιδιού του Λατίνου “αυτοκράτορα” Βαλδουίνου Β΄ στην Ευρώπη σε αναζήτηση βοήθειας, ο στρατηγός του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, με ευκολία την σχεδόν ανυπεράσπιστη Πόλη. Εκδηλώσεις αντεκδίκησης όμως στο καθολικό στοιχείο της Πόλης για τα αίσχη του 1204 δεν έγιναν, παρότι το μίσος κατά των Λατίνων ήταν δεδομένο.  

(Φωτο 34) Όμως, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει την παλιά της οικουμενική αίγλη, ούτε τα παλιά δημογραφικά δεδομένα και πολύ λιγότερο την παλιά στρατιωτική της δύναμη. Σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε ανίσχυρη και ευάλωτη σε νέες αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις από Δύση, Βορρά και Ανατολή. Επιπλέον, ζωντανή παρέμεινε και η διαχρονική διαμάχη Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού.

(Φωτο 35)  Παράλληλα, η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών, με στόχο να σψθεί η παρακμάζουσα Αυτοκρατορία, προκάλεσε βαθύτατο εσωτερικό διχασμό στους κατοίκους του Βυζαντίου. Η άμυνα στο ζωτικό μικρασιατικό χώρο εγκαταλείφτηκε, όπως και το ναυτικό και στα τέλη του 13ου αιώνα σχεδόν ολόκληρη η Μικρά Ασία υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς. Το αναμενόμενο τέλος της Ανατολικής Ρώμης ήταν προδιαγεγραμμένο και δεν άργησε να φτάσει την “αποφράδα” 29η  Μαΐου του 1453.

(Φωτο 36)  Αποτελεί πλέον κοινή ιστορική παραδοχή ότι : «Οι επιπτώσεις της 4ης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά». 

(Φωτο 37)  Το ανίερο 1204 αποτελεί όμως και το αφετηριακό, «γενέθλιο ορόσημο» για τη συγκρότηση του Νέου Ελληνισμού, σε συνέχεια του αρχαίου και του βυζαντινού. Ένα «ορόσημο» στη βάση ενός αντιστασιακού πνεύματος, που επιδίωκε την ενοποίηση του Ελληνισμού. Για τους Έλληνες μπορεί το 1204 να σηματοδοτεί το τέλος της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, θεωρείται όμως και «συμβατική απαρχή του νέου ελληνισμού».

(Φωτο 38)  Σε αντίθεση με το 1453, το 1204 εξακολουθεί όμως, για διάφορους λόγους, να παραμένει στα «χαμηλά» της συλλογικής μνήμης των σημερινών Ελλήνων. Αυτό όμως δεν σημαίνει, όπως έγραψε ο σπουδαίος βυζαντινολόγος Ράνσιμαν, πως δεν υπήρξε «μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» από την Τέταρτη Σταυροφορία. Σε όλες αυτές τις αποτρόπαιες και ανίερες πράξεις εκτός από τους ιππότες και τους στρατιώτες σταυροφόρους συμμετείχαν φυσικά και Λατίνοι ηγούμενοι, κληρικοί και μοναχοί. Όπως γράφει μάλιστα ο ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας Νικήτας Χωνιάτης, ακόμα και οι Μωαμεθανοί μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ υπήρξαν ευσπλαχνικότεροι απέναντι στους Χριστιανούς απ’ αυτούς που πίστευαν ότι ήταν στρατιώτες του Χριστού. Το 2000, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ ζήτησε, κατά την πρώτη και ιστορική επίσκεψή του στην Αθήνα, συγγνώμη για τις Σταυροφορίες και για την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Σχεδόν οκτώ αιώνες αργότερα!