Ο ιερομάρτυρας  ιερέας Γεώργιος Σκρέκας όπου σταυρώθηκε ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής στις 11 Απριλίου του 1947 ἀπό τούς κομμουνιστοσυμμορίτες, του λεγόμενου  “Δ.Σ.Ε”.

 Ο παπά Γιώργης, όπως τον ονόμαζαν, ήταν πολύ αγαπητός, όχι μόνο στην ιδιαιτέρα του πατρίδα αλλά και στα γύρω χωριά και ιδίως στα Κρανιά και Καλονέρι στα όποια είχε υπηρετήσει. Από το 1944 τοποθετήθηκε οριστικά στην Μεγάρχη. Ήταν το καύχημα της Ιεράς Μητροπόλεως.

Ήταν ο φάρος και ο οδηγός των πιστών του, τους οποίους προέτρεπε να είναι πάντοτε καλοί Χριστιανοί, αφοσιωμένοι στην Πατρίδα, την Θρησκεία, την Οικογένεια, για να έχουν την ευλογία του Κυρίου. Αγωνίζονταν να θωράκιση τις ψυχές των απλοϊκών συγχωριανών του, ώστε να συντρίβεται στο χαλύβδινο αυτό ανθρώπινο τείχος των πιστών του, κάθε απόπειρα κομμουνιστικής προπαγάνδας και παραπλανήσεως.

Αργά το βράδυ, στις 27 Μαρτίου 1947, όταν όλο το χωριό κοιμότανε και ο παπάς ξεκουράζονταν από τους κόπους της ημέρας, περί τους πενήντα οπλισμένους συμμορίτες υπό τον Καπετάν Φαρμάκη —κατά κόσμο Χρήστο Τζιατζία— αρχισυμμορίτη της περιοχής , τον Τσίνα Δημήτριο του Γεωργίου, Ίτσιο Γεώργιο του Αθανασίου, Βακούφεση Δημήτριο του Νικολάου, την αυτοάμυνα της Μεγάρχης και τους συμμορίτες της περιοχής καμιά πενηνταριά, όλοι τους αγριωποί στην όψι, με κακούργα ένστικτα, χτύπησαν δυνατά παρατεταμένα την πόρτα του σπιτιού του. Ο παπάς πετάχτηκε ανήσυχος, έτρεξε, άνοιξε, και βρέθηκε μπροστά σε απαίσιους γενειοφόρους κομμουνιστοσυμμορίτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι ήσαν οπλισμένοι. Μερικοί όρμησαν κατ” επάνω του, τον έσυραν στην αυλή του σπιτιού του και δέρνοντας τον ανελέητα, τον ακινητοποίησαν. Άλλοι συμμορίτες όρμησαν στο σπίτι καταστρέφοντας τα πάντα, λεηλάτησαν ότι βρήκαν από ρουχισμό, τρόφιμα, σιτάρι, καλαμπόκι, χρήματα, πήραν όλα τα ζώα, αναγκάζοντας τον γέρο πατέρα και τον θείο του ιερέως, να οδηγήσουν τα ζωντανά με συνοδεία δύο οπλισμένων συμμοριτών στο χωριό Πρόδρομος. Ταυτόχρονα έσυραν τον Ιερέα σε ένα στάβλο του σπιτιού του και άρχισαν να τον δέρνουν λυσσαλέα.

Ο άμοιρος Ιερέας, κακοποιημένος απάνθρωπα, καταματωμένος, με οιμωγές και θρήνους, ζητούσε λίγο νερό να σβήσει την τρομερή δίψα του. Η πρεσβυτέρα, στις ικεσίες του παπά της και σε άθλια ψυχική κατάστασι όπως ήταν, του πήγε ένα κανάτι νερό να τον ανακούφιση. Οι συμμορίτες άρπαξαν το δοχείο με το νερό, το έρριξαν στον κακοποιημένο από αυτούς ιερέα και άρχισαν να ξυλοκοπούν αγρίως και τους δύο μέχρις αναισθησίας. Το μαρτύριο του παπα Σκρέκα διήρκεσε ώρες.

Πολύ πριν τα ξημερώματα, οι συμμορίτες έφυγαν από την Μεγάρχη, σέρνοντας τον παπά Γιώργη ξυπόλυτο, ημίγυμνο, καταπληγιασμένο, καταματωμένο από τον άγριο ξυλοδαρμό και τις κακοποιήσεις, ενώ στο σπίτι θρηνούσαν τα έξη τελείως ανήλικα παιδιά του, με την επίσης κακοποιημένη πρεσβυτέρα μητέρα του.

Ο παπά Σκρέκας, μεταφέρθηκε στο χωριό Γοργογύρι, κλείστηκε σε έναν αχυρώνα και κατά διαστήματα εδέρετο από διάφορους αγροίκους συμμορίτες. Ο εφημέριος του χωριού, μόλις πληροφορήθηκε το τρομερό γεγονός, με θάρρος έτρεξε κοντά στον κρατούμενο συλλείτουργο του. Παρεκάλεσε τους συμμορίτες να τον ελευθερώσουν. Μάταια. Οι δύο παπάδες έκλαψαν μαζί. Και ήλθε η ώρα της αναχωρήσεως από το Γοργογύρι. Ο παπά Σκρέκας, με φανερή συγκίνησι και δακρύβρεκτος, ασπάσθηκε τον συνάδελφο του λέγοντας του την στιγμή του αποχωρισμού των: «Ο Θεός γνωρίζει τί θα απογίνω. Εάν ο Κύριος με καλέσει κοντά του διά μαρτυρίου, ας είναι ευλογημένο το όνομα του. Ας γίνει το θέλημα Του»!

Οι συμμορίτες ξεκίνησαν γι” αλλού, σέρνοντας σχεδόν ημιλιπόθυμο τον τόσο κακοποιημένο ιερέα. Η πρεσβυτέρα, ασθμαίνουσα, με την ψυχή στο στόμα, έφθασε στο Γοργογύρι. Γονάτισε μπροστά τους, έκλαψε, παρεκάλεσε να λυπηθούν τον καλόν Ιερέα και πατέρα των έξη ανήλικων παιδιών τους. Ο παπάς βλέποντάς την, με συγκρατημένη συγκίνησι της φώναξε: «Εδώ είσαι κι εσύ παπαδιά; Έλπιζε στον Θεόν! Εκείνος διευθύνει. Υπομονή»!

Οι αγροίκοι τον έσπρωξαν βάναυσα, αναγκάζοντας τον να προχωρήση. Στην παπαδιά δεν επέτρεψαν να τούς ακολουθήση.Ύστερα από εξαντλητική πορεία ωρών διά των χωρίων Τύρνα και Ξυλοπάροικον έφθασαν στο Νεραϊδοχώρι. Έρριξαν τον ημιθανή σχεδόν παπά Σκρέκα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Καθημερινώς τον βασάνιζαν επί ώρες έως και την Μεγάλη Πέμπτη.

Γυναίκες συμμορίτισες του έλεγαν «γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;», οι δε δήμιοι πιό ωμά «Εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν Εκείνον την ίδια μέρα».

Την Μεγάλη Παρασκευή 11 “Απριλίου 1947, ο αρχισυμμορίτης της περιοχής Καπετάν Φαρμάκης, κατά κόσμον Χρήστος Τζιατζιάς, όπως προαναφέραμε, τον οποίον πολλάκις και προθύμως εβοήθησεν οικονομικώς ο λαμπρός Λεβίτης κατά το παρελθόν, μπήκε στο μπουντρούμι, τον άρπαξε βάναυσα, βίαια και τον έσυρε έξω.

Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, ο καιρός ήταν, όπως πάντα, μουντός βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό. Νόμιζε κάνεις οτι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε φοβερή μπόρα. Βαρύθυμες οι ψυχές και οι μορφές των πονεμένων ανθρώπων. Μέσα σ” αυτόν τον ανθρώπινο πόνο και την καταθλιπτική ατμόσφαιρα, εκεί στο Νεραϊδοχώριο του όρους Κόζιακα, όπου ήσαν τα λημέρια των κομμουνιστοσυμμοριτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, δικάστηκε από Λαϊκό Δικαστήριο ο παπά Σκρέκας. Χρέη Δικαστού εκτελούσε ο συμμορίτης δάσκαλος Μαναφάς, καταγόμενος από την Αγία Μονή Τρικάλων. Εκτελεσταί ήσαν οι Τζιατζιάς Χρήστος ή Καπετάν Φαρμάκης, Μπακάλης Νικόλαος ή Καραπέτσας από το Δενδροχώρι και η θηριώδης την όψιν και την ψυχήν συμμορίτισσα από την Μεγάρχη, Ουρανία Ντούμα.

Η απόφασις του Λαϊκού Δικαστηρίου ήταν όπως σε όλες τις περιπτώσεις, ομόφωνα ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ.

Σε λίγο, κάπου εκεί κοντά, επανελήφθη η απάνθρωπος, ανατριχιαστική σκηνή του Γολγοθά. Ο σεμνός καλοκάγαθος Παπά – Σκρέκας, σταυρώθηκε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, σε ένα δίκορμο σταυροειδές έλατο, αφήνοντας ορφανά τα έξη ανήλικα παιδιά του, από ηλικίας 10 χρόνων έως και 6 μηνών, το τελευταίο αβάπτιστο βρέφος του, το οποίον και φέρει το όνομα του. Ο θάνατος του υπήρξε μαρτυρικός. Όταν πλέον ξεψύχησε, τον πέταξαν —τα εγκληματικά αυτά αποβράσματα της Κοινωνίας— σε μια παρακείμενη χαράδρα και τον κάλυψαν με κλαδιά και πέτρες, για να εξαφανίσουν τα ίχνη του.

Λίγες ημέρες αργότερα, όταν απελευθερώθηκε το Νεραϊδοχώρι από τον Ελληνικό στρατό

αξιωματικός Νικόλαος Χόνδρος αναζήτησε και βρήκε το λείψανο του Μάρτυρα τελείως αναλλοίωτο, χωρίς καθόλου σημεία σήψεως.

Η ιατροδικαστική εξέτασις απέδειξε οτι σταυρώθηκε ζωντανός. Επιπλέον διαπιστώθηκε εξόρρυξις των οφθαλμών του. Λογχισμός της δεξιάς πλευράς καθώς και κόψιμο των γεννητικών οργάνων. Τα οστά του ήσαν καταθρυμματισμένα από τα ανελέητα φοβερά κτυπήματα. Επίσης οτι είχε πυροβοληθεί στο μέτωπο και στους κροτάφους.

Ο Νικόλαος Χόνδρος μετέφερε το λείψανο στα Τρίκαλα, όπου έγινε πάνδημη κηδεία δημοσία δαπάνη, με την συμμετοχή 60 ιερέων εκ του Θεσσαλικού κλήρου, πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών και του κατασυγκινημένου λαού, πού προσήλθε αυθόρμητα με κατανυκτική ευλάβεια για να τίμηση τον Εθνομάρτυρα Ιερέα.. Το φέρετρο του συνόδευαν 60 ιερείς, ψάλλοντας “Εγώ γαρ τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι μου βαστάζω”.

Σ.Σ.: Ό άτεγκτος Τζιατζίας(Καπετάν Φαρμάκης), ο αδίστακτος αυτός δολοφόνος, ο απάνθρωπος εκτελεστής εκατοντάδων αγνών Ελλήνων πατριωτών αφοσιωμένων εις τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, με την δοθείσα γενική αμνηστία τον Σεπτέμβριο 1974 επέστρεψε από το παραπέτασμα όπου είχε καταφύγει, όπως και πληθώρα άλλων εγκληματιών, τον Απρίλιο τού 1977 στην Μεγάρχη όπου έζησε για περίπου 15 χρόνια ακόμη έως το τέλος του.Πολύ πιθανόν αυτός και η παρέα του να πήραν μετέπειτα και συντάξεις για την ηρωική αντίσταση που προέβαλλαν στον “εχθρό”..