
Πολλαπλά μηνύματα προς την Αθήνα, αλλά και στις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης αναφορικά με την πορεία που πρέπει να πάρουν οι δημοσιονομικές επιλογές την επομένη της πανδημίας στέλνει ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι με αποκλειστική συνέντευξή του στο Capital.gr.
Αν και δηλώνει αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αναφερόμενος στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τονίζει ότι χώρες με υψηλό χρέος, όπως είναι η Ελλάδα, θα πρέπει να θέσουν το χρέος αυτό σε πορεία μείωσης. “Πρέπει να βρουν τον τρόπο”, δηλώνει χαρακτηριστικά.
Ο Επίτροπος αποκαλύπτει ότι η συζήτηση για το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί στο επόμενο Eurogroup, ενώ σημείωσε ότι η συζήτηση για τους επόμενους δημοσιονομικούς στόχους της Ελλάδας δε θα έχουν σχέση με τη γενική συζήτηση για το νέο Σύμφωνο σταθερότητας.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό και την άνοδο του κατώτατου μισθού, ο Ευρωπαίος Επίτροπος σημειώνει ότι “είναι κατανοητό οι κυβερνήσεις να προσπαθούν να βρουν τους κατάλληλους τρόπους για να μετριάσουν αυτές τις επιπτώσεις (σ.σ. της ανόδου του πληθωρισμού)”, επισημαίνοντας πάντως τον κίνδυνο δευτερογενούς αύξησης των τιμών από τις αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς. Όπως λέει, αυτό το ζήτημα “θα πρέπει να λάβει υπόψη της κάθε κυβέρνηση”.
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΨΑΡΑ
- Είπατε ότι το υψηλό χρέος είναι σημείο ανησυχίας. Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αναμένεται να βγει από την πανδημία με ακόμη υψηλότερο χρέος. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι ακόμα υπό ενισχυμένη εποπτεία, ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις και ποιες είναι οι μεγαλύτερες ανησυχίες σας;
Στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουμε ένα σαφές παράδειγμα του γεγονότος ότι η ανάπτυξη είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί το χρέος σε μια καθοδική και μειούμενη πορεία. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μια χώρα με πολύ υψηλό χρέος, θα μπορούσε να το μειώσει χωρίς ανάπτυξη στην οικονομία της. Οι αριθμοί στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι ενδιαφέροντες: ξέρετε ότι η οικονομία ανακτά τώρα το προ της πανδημίας επίπεδο. Και εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα έχει ένα καλό επίπεδο ανάπτυξης και το 2022.
Φυσικά, το ποια θα είναι η εξέλιξη της νομισματικής πολιτικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τις χώρες με υψηλό χρέος. Και εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι εξακολουθούμε να βρισκόμαστε γενικά σε ένα περιβάλλον αρνητικών πραγματικών επιτοκίων στην Ευρώπη. Και δεύτερον, ότι η πολιτική της ΕΚΤ για τη νομισματική στρατηγική είναι προσανατολισμένη στη σταδιακή αλλαγή. Το είπε αρκετά ξεκάθαρα η Κριστίν Λαγκάρντ πριν από λίγες μέρες στο ΕυρωΚοινοβούλιο.
Αυτό, νομίζω, είναι καθησυχαστικό υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις στις χώρες με υψηλό χρέος πρέπει να βρουν τρόπο, είναι ανάγκη να τεθεί αυτό το χρέος σε πορεία μείωσης. Διότι, βέβαια, η ιδέα της δυνατότητας να ξοδεύουμε ό,τι θέλουμε υπήρχε για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά δεν είμαστε πλέον σε αυτή την κατάσταση, πρέπει να κάνουμε την στήριξη της οικονομίας μας πολύ πιο επιλεκτική και στοχευμένη, διότι δεν μπορούμε να αυξήσουμε περαιτέρω το χρέος μας.
- Πότε βλέπετε την έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας του ESM; Κι επίσης, πού βρίσκεται η διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που πρέπει να παράγει η Ελλάδα μετά το 2023; Εχουν γίνει σχετικές συζητήσεις ή όλα εξαρτώνται από την εξέλιξη της συζήτησης για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας;
Γνωρίζω τη συζήτηση σχετικά με το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης του προγράμματος επιτήρησης. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό, είχα την ευκαιρία να το συζητήσω με τις ελληνικές αρχές τις τελευταίες εβδομάδες. Και αντιλαμβάνομαι ότι θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτό σε επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup για να ελέγξουμε και τη γνώμη των διαφόρων κυβερνήσεων και υπουργών επί του θέματος.
Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος ότι η απόφαση θα επηρεαστεί από τη γενική συζήτηση για το Σύμφωνο Σταθερότητας.
- Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την αύξηση του κατώτατου μισθού. Το ίδιο έχει ανακοινώσει και η Πορτογαλία, ενώ η Ισπανία το έχει ήδη κάνει! Τι επίπτωση θα έχει η άνοδος των κατώτατων μισθών στον πληθωρισμό;
Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στα νοικοκυριά και τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα στα πιο φτωχά νοικοκυριά που επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των τιμών της ενέργειας, δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Οπότε είναι κατανοητό ότι οι κυβερνήσεις αντιδρούν και προσπαθούν να βρουν τους κατάλληλους τρόπους για να μετριάσουν αυτές τις επιπτώσεις.
Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι ο αντίκτυπος του δευτερογενούς πληθωρισμού θα μπορούσε να είναι σημαντικός. Συνεπώς, οι αποφάσεις που θα λάβει η κάθε κυβέρνηση θα πρέπει φυσικά, να λαμβάνουν υπόψη τους και αυτή τη διάσταση.
Ταυτόχρονα, εξακολουθούμε να έχουμε σημαντική χαλάρωση στην αγορά εργασίας. Οπότε αυτό, ανακουφίζει τις πιέσεις στις τιμές και μετριάζει τον πληθωρισμό τουλάχιστον από το 2020.
- Υπάρχει μια συζήτηση σε εξέλιξη σχετικά με τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων; Πώς θα αποφύγετε τις ίδιες παλιές διαιρέσεις μεταξύ των κρατών-μελών, μεταξύ των “τσιγκούνηδων του βορρά” και του Νότου;
Αυτό είναι άκρως απαραίτητο, νομίζω, διότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να έχει ένα νέο κεφάλαιο αυτής της παλιάς διαίρεσης. Φυσικά, αυτή η διαίρεση έχει ρίζες στην πραγματικότητα στον πολιτισμό, στις οικονομικές διαφορές κ.λπ.
Αλλά υπάρχουν δύο πράγματα καινούργια, νομίζω, που καθιστούν δυνατή την υπέρβαση αυτής της παλιάς διαίρεσης: πρώτα και κύρια, η ανάγκη που έχουμε για τεράστιες επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων μετάβασης, τις φιλοδοξίες που έχουμε ως Ευρωπαίοι. Γιατί στόχος μας δεν είναι μόνο η ανοικοδόμηση των οικονομιών μας μετά την πανδημία. Είναι επίσης η κλιματική μετάβαση με όλες τις προκλήσεις, τις δυσκολίες και τις κοινωνικές συνέπειες που φέρνει. Είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Αν δεν θέλουμε να μείνουμε πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα, στην ανταγωνιστικότητα στο μέλλον.
Επίσης, πρέπει να αποτρέψουμε την κοινωνική κρίση και την κρίση υγείας στο μέλλον, ως μάθημα από αυτό που συνέβη τα τελευταία δύο χρόνια. Νομίζω ότι μάθαμε επίσης πόσο σημαντικό είναι το ευρωπαϊκό μοντέλο όπου είμαστε ελεύθεροι, αποφασίζουμε μόνοι μας, αλλά δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε ένα σύστημα που παρέχει υπηρεσίες και πρέπει να το υποστηρίξουμε. Οπότε, αν ξεκινήσουμε από αυτές τις ανάγκες, νομίζω ότι καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να βρούμε τον τρόπο να το αποφύγουμε τις διαιρέσεις.
Επίσης, οι κανόνες μας προκαλούν ασφυξία στην ανάπτυξη, οι επενδύσεις χρειάζονται χώρο. Αυτό ακριβώς συνέβη μετά την οικονομική κρίση και θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε να ξανασυμβεί αυτό.
- Ουσιαστικά αυτό που λέτε είναι ότι είναι εφικτό να συνδυαστεί η μείωση του χρέους με την ανάπτυξη.
Αυτό που λέω είναι ότι είναι δυνατόν να συνδυάσουμε μια σοβαρή και ρεαλιστική μείωση του χρέους με πολιτικές φιλικές προς την ανάπτυξη. Δεν είναι ένα εύκολο. Αλλά νομίζω ότι αξίζει να εργαστούμε για αυτού του είδους τη λύση.
Διότι το δεύτερο στοιχείο που δικαιολογεί την υπέρβαση του παλαιού διαχωρισμού είναι το γεγονός ότι έχουμε αυξημένο επίπεδο χρέους στην Ευρωζώνη. Και φυσικά, νομίζω ότι συμφωνούμε πως ο κανόνας του χρέους που ισχύει τώρα για να μειωθεί αυτό το επίπεδο στο 60% είναι μη ρεαλιστικός.
Οπότε το ερώτημα είναι: θέλουμε ένα νόμο που ξέρουμε ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί ή έναν πιο ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο; Ελπίζω ότι αυτοί οι θεμελιώδεις λόγοι θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να αποφύγουμε μόνο την επανάληψη παλαιών συζητήσεων, αλλά και να βρούμε νέους συμβιβασμούς.
- Γαλλία και Ισπανία έχουν δηλώσει ότι είναι υπέρ των νέων κανόνων που θα επιτρέπουν στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα ίδια την πορεία μείωσης του χρέους τους. Είναι κάτι που πιστεύετε ότι σχετικό και δυνατό;
Ναι, πιστεύω ότι αυτή η ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε μια διαφοροποιημένη προσέγγιση, η οποία έχει τις ρίζες της στην εμπειρία που ζούμε με το Ταμείο Ανάκαμψης. Γιατί; Διότι η εμπειρία μας έδειξε ότι αν προσπαθήσετε να συνδυάσουμε την εθνική ιδιαιτερότητα και την ιδιοκτησία του σχεδίου, με τα ευρωπαϊκά κατώτατα όρια, τους κανόνες, τις προτεραιότητες και, τέλος, τις ευρωπαϊκές αποφάσεις της Κομισιόν και του Συμβουλίου, μπορούμε ίσως να βρούμε μια ισορροπία.
Οπότε νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο να συζητηθεί και αυτή η δυνατότητα, αλλά δεν είναι η μόνη. Υπάρχει και μια πιο κεντρική προσέγγιση που προβλέπει την επεξεργασία πάνω στα συνολικά οριζόντια κατώτατα όρια, τα αριθμητικά στοιχεία, την πορεία μείωσης του χρέους, τους τρόπους διευκόλυνσης των επενδύσεων κάθε χώρας.
Θα χρειαστεί να αλλάξουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες; Προσωπικά, δεν θα επένδυα μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο στην αλλαγή του ορίου για το χρέος. Ειδικά αναφέρομαι στο όριο του 60%, διότι αυτό δεν ήταν μια οικονομική πρόταση για το βραβείο Νόμπελ, ήταν το μέσο χρέος των 12 χωρών που υπέγραψαν τις Συνθήκες. Καταρχάς, δεν είναι δουλειά της Επιτροπής να κάνει τέτοιες προτάσεις και δεύτερον, απαιτείται πολύ πολιτικό κεφάλαιο, αλλά μάλλον δεν λύνει πραγματικά το πρόβλημα. Οπότε δεν θα επικεντρώσω την προσπάθειά μου στο όριο του 60%.
- Στις προβλέψεις σας, είναι εμφανής η αβεβαιότητα λόγω της πανδημίας. Τι θα μπορούσαν να κάνουν τα κράτη μέλη για να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία; Θα πρέπει να αποφύγουν λάθος περιορισμούς, να χαλαρώσουν τα μέτρα; Και σε αυτό το πλαίσιο, μήπως χρειαζόμαστε έναν υποχρεωτικό εμβολισμό;
Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική στιγμή και φαίνεται τώρα ότι η κατάσταση είναι αρκετά σαφής, λόγω της επικράτησης της μετάλλαξης Όμικρον. Αλλά με την πανδημία, οι εκπλήξεις είναι πάντα δυνατές. Δηλαδή από τη μία είναι σαφές ότι έχουμε μια μείωση της σοβαρότητας της πανδημίας, από την άλλη, σε ορισμένες χώρες, εξακολουθούμε να έχουμε πολύ υψηλό αριθμό θανάτων, την “κληρονομιά” της προηγούμενης περιόδου.
Αλλά συνολικά, ο αριθμός των κρουσμάτων μειώνεται αρκετά σημαντικά, όπως και οι νοσηλείες. Έχουμε τις εξαιρέσεις, οι οποίες συνδέονται σαφώς με το επίπεδο εμβολιασμού. Ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη μέλη, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, καταγράφουν χαμηλότερο επίπεδο εμβολιασμού και δυστυχώς, ακόμη μεγαλύτερη σοβαρότητα της πανδημίας.
Έχοντας πει αυτό, νομίζω ότι πάμε καλά, αλλά έχουμε ακόμα δρόμο. Ωστόσο, ενώ επί της αρχής είμαι υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού, τον οποίο εισήγαγα ως Πρωθυπουργός της Ιταλίας το 2017 για το εμβόλιο της ιλαράς στα παιδιά, δεν νομίζω ότι είναι τώρα η ώρα για αυτού του είδους τη συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.