Αρης βελουχιώτης. Ένας ψυχοπαθής με ακραία εγκληματική δράση!

Γράφει ο Ιωάννης Μπουγάς .

Ακολουθεί το Πρώτο Μέρος από τον Πρόλογό μου στο νέο βιβλίο του καθηγητή Κωνσταντίνου Λάμπου.

“Ο συγγραφέας εξετάζει την προσωπικότητα του Θανάση Κλάρα (Άρη Βελουχιώτη) και την ανάδειξή του τα τελευταία χρόνια σε ήρωα της Αριστεράς, συχνά και του έθνους. Έχει άραγε αυτό βάση στην πραγματικότητα και τη δράση του ή είναι κατασκευασμένο από την πολιτική παράταξη που τον έχει υιοθετήσει; Ο Λάμπου επεδιώκει να απαντήσει σε μια απλή αλλά βασική ερώτηση: πως είναι δυνατόν να υπάρχουν συγγραφείς και μάλιστα πανεπιστημιακοί, όπως και κάθε άλλοι οπαδοί του που αισθάνονται περήφανοι, αντί να καταδικάζουν την άκρατη βία του Βελουχιώτη που περιλάμβανε μεταξύ άλλων βάρβαρους βασανισμούς και φόνους αιχμάλωτων πολέμου και αμάχων, που είναι απεχθή εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας; Ο συγγραφέας δίνει την απάντησή του με την βοήθεια των θεωριών περί χαρισματικής ηγεσίας και ψυχοπάθειας, εξετάζοντας την προσωπικότητα και δράση του Βελουχιώτη από νεαρής ηλικίας μέχρι τον θάνατό του. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα υπόδειγμα ψυχοπαθούς και αρνητικού χαρισματικού ηγέτη. Το τελευταίο στοιχειοθετείται όχι μόνο από το γεγονός ότι ο Βελουχιώτης έχει κάνει βαριά εγκλήματα, αλλά και γιατί η σχέση του με τους οπαδούς του αποτελεί ένα κλασσικό παράδειγμα ανήθικης χαρισματικής ηγεσίας.

Το βιβλίο είναι άριστα οργανωμένο και εξετάζει όλες τις περιόδους της ζωής του Βελουχιώτη και όλες τις πτυχές της δράσης του. Οι πηγές του είναι βιβλία και άρθρα γραμμένα αποκλειστικά γι αυτόν και με θετική άποψη, είδος αγιογραφιών, και βιβλία με αναφορές για τη δράση του και την προσωπικότητά του, κάποιες θετικές αλλά και άλλες αρνητικές. Ο Λάμπου όμως κάνει και δικές του σημαντικες συνεισφορές στη βιογραφία του Βελουχιώτη. Την εμπλουτίζει με ένα νέο πρωτογενές στοιχείο από τα νεανικά του χρόνια στη Λαμία, γεγονός που δείχνει πόσο λίγα είναι γνωστά για αυτήν την περίοδο της ζωής του. Ο Βελουχιώτης, νεαρός ακόμη μαθητής εδιώχθη από την πατρική στέγη, και έζησε οικότροφος μαζί με άλλους μαθητές στην οικία του Κώστα Λάμπου, παππού του συγγραφέως. Εκεί, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που επικαλείται ο συγγραφέας, είχε επιδείξει άριστη διαγωγή συζώντας με τα άλλα παιδιά. Ο συγγραφέας φέρνει επίσης στο ελληνικό κοινό νέα στοιχεία από τα κείμενα Σουηδών αντιπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρου Σταυρού (ΔΕΣ) τα οποία είχαν επιλεκτικά μεταφρασθεί και χρησιμοποιηθεί ως πηγές σε βιογραφίες από θαυμαστές του Βελουχιώτη.  

Ο Λάμπου ερευνώντας τη ζωή του Βελουχιώτη, είχε να αντιμετωπίσει την τεράστια επιχείρηση αγιοποίησής του τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότερες καταγραφές παρουσιαζοντα χωρίς τεκμηριωμένα στοιχεία, ώστε να μην είναι χρήσιμες σε μιά σοβαρή εργασία. Η μέθοδος έρευνας που ακολούθησε ο συγγραφέας είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη. Έχει μελετήσει και αναλύσει εμπεριστατωμένα τις αναφορές στη ζωή και τη δράση του Βελουχιώτη που περιέχονται στις διάφορες πηγές. Από το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι σαφές ότι κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να εντοπίσει την οργανωμένη συγκάλυψη και «λεύκανση» όλων των αρνητικών στοιχείων της δράσης του Βελουχιώτη από συγγραφείς, αρθρογράφους ή ομιλητές συμποσίων. 

Ένα ακραίο παράδειγμα της προσπάθειας λεύκανσης υπάρχει σε διδακτορική διατριβή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας («Η Διαμόρφωση του Μύθου της Βίας του Άρη Βελουχιώτη, 1942 – 2011», Νίκος Τσικρίκης), όπου υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη αντάρτικων τραγουδιών για τον Βελουχιώτη με στίχους όπως «…προδότες/φασίστες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι», σημαίνει ότι ο λαός δεν είχε πρόβλημα με τη βία του, αλλά την υμνούσε κιόλας! Ο υποψήφιος διδάκτορας και οι επόπτες καθηγητές του δεν βρίσκουν τίποτε μεμπτό με τη βία του και τις σφαγές, δέχονται ότι τα τραγούδια παρέχουν «σχεδόν απόλυτη από τα κάτω δικαιολόγηση της βίαιης δράσης του Βελουχιώτη»! Το ποιοί τα έγραψαν, ποιοί τα μελοποίησαν, ποιοί τα τραγουδούσαν και πόσο διαδεδομένα ήσαν, δεν φαίνεται να μπήκε στο μυαλό του ερευνητή και των καθηγητών του!     

Ο συγγραφέας έχει εξετάσει επιμελώς μιά πηγή που έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως από θαυμαστές του Βελουχιώτη για να αμφισβητηθούν τα βαρειά εγκλήματα για τα οποία ευθύνεται κατά την παραμονή του στην Πελοπόννησο το 1944. Το βιβλίο του Παπαγκόγκου («Αρχείο Πέρσον») που είναι βασισμένο στο ημερολόγιο και τα αρχεία του Axel Persson, Σουηδού αντιπροσώπου του ΔΕΣ (Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού) το 1943-44 με έδρα την Τρίπολη. Ο Persson έχει μόνο επαίνους για το κοινωνικό έργο του ΕΑΜ, δεν κάνει καμία αναφορά στα στρατόπεδα κρατουμένων, ούτε στους βασανισμούς και τις δολοφονίες αμάχων στις περιοχές που επισκεπτόταν. Στον Βελουχιώτη δεν αποδίδει καμία ευθύνη για τα μαζικά εγκλήματα στον Μελιγαλά, την Καλαμάτα, κλπ. Ούτε και για ένα έγκλημα που έγινε πολύ κοντά στην Τρίπολη, στο Βαλτέτσι. Στο χωριό αυτό μετά μια σύντομη και άνιση μάχη μεταξύ λίγων δεκάδων αντικομμουνιστών κατοίκων του και 1.200 τουλάχιστον ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό τον Βελουχιώτη, ακολούθησαν βασανισμοί, σφαγές αιχμαλώτων και αμάχων και ολική δήωση της περιουσίας των κατοίκων. Αυτά έγιναν υπό την προσωπική επίβλεψη του Βελουχιώτη, αλλά ο Persson δεν είδε και δεν άκουσε τίποτε. Ο Λάμπου συμπληρώνει την εικόνα που παρουσιάζει ο Persson με υλικό απο τα βιβλία δύο άλλων Σουηδών αντιπροσώπων του ΔΕΣ, του Hans Ehrenstrale, που είχε έδρα την Πάτρα και του Sturre Linner με έδρα τη Λαμία. Και οι δύο είχαν επαφές με τον Βελουχιώτη, και στα βιβλία τους κάνουν αναφορές για τη δράση του και την προσωπικότητά του. Η μεγάλη συενεισφορά του Λάμπου είναι ότι οι μεταφράσεις των κειμένων των Σουηδών γίνονται επακριβώς, ώστε να αποδίδεται το νοήμα των γραπτών τους. 

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Βελουχιώτης, είτε λόγω στοιχείων της προσωπικότητάς του ή των ικανότήτων του, είχε κερδίσει τη συμπάθεια συγκεκριμένων ανθρώπων σε θέσεις κλειδιά, οι οποίοι και τον βοήθησαν να αναδειχθεί στο ΚΚΕ και τον ΕΛΑΣ. Στον μεσοπόλεμο, όταν ο Πανάγος Τζινιέρης ήταν επικεφαλής σην Επιτροπή ΚΚΕ της Αθήνας τον δέχτηκε στην Επιτροπή, παρά τις αντιδράσεις άλλων στελεχών που μέχρι τότε δεν ήθελαν καμία σχέση μαζί του. Να σημειωθεί δε ότι, όταν ο Βελουχιώτης πέρασε στην Πελοπόννησο τον Απρίλιο του 1944, μία από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να συλλάβει τον Τζινιέρη, ο οποίος ζούσε τότε στο χωριό του, τα Κουνινά Αιγιαλείας, και να τον στείλει απέναντι, στη Στερεά, σε Στρατόπεδο Κρατουμένων του ΕΛΑΣ, όπου βρήκε φριχτό θάνατο με «τσιμέντωμα». Στον ΕΛΑΣ, τον Βελουχιώτη τον επέβαλε ο δικηγόρος Ανδρέας Τζήμας (Σαμαρηνιώτης). Πρώτα, τον Νοέμβριο του 1941, παρακάμπτοτας τα άλλα μέλη του Στρατιωτικού Κέντρου Αντίστασης που δεν εμπιστεύονταν τον Βελουχιώτη, τον έστειλε στη Φθιώτιδα, να εξετάσει τη δυνατότητα να στηθεί ένοπλο αντάρτικο, ενώ τον είχε εφοδιάσει και με χρυσές λίρες για να προσποιείται ότι αγόραζε τρόφιμα (πατάτες). Ο ίδιος πάλι άνθρωπος, τον Μάιο του 1942, τον εφοδίασε με λίρες και τον απέστειλε στην ίδια περιοχή να ξεκινήσει αντάρτικο, οργανώνοντας γι αυτόν και ρήψη υλικών από τη SOE. Όταν, τον Φεβρουάριο του 1943, τα μέλη της Κ.Ε. του ΚΚΕ κάλεσαν τον Βελουχιώτη στην Αθήνα, για να απολογηθεί για τα εγκλήματα και γενικά την υπερβολική σκληρότητά του ακόμη και προς αντάρτες του ΕΛΑΣ, εκείνος που τον διέσωσε ήταν πάλι ο Τζήμας. Για να δεχθούν τα υπόλοιπα μέλη της ΚΕ την παραμονή του Βελουχιώτη ως επικεφαλής του ΕΛΑΣ, ο Τζήμας τον ακολούθησε στο βουνό, ώστε να επιβλέπει τη συμπεριφορά του. Μετά από μικρό διάστημα, αυτός τον διόρισε καπετάνιο του ΕΛΑ