“Δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε και εγώ αυτό που έγινε. Ένιωσα ένα μίσος. Την είχα σαν μητέρα μου. Ήμουν φίλος και συμμαθητής με το γιο της” είπε κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος.
Ήταν 13 Απριλίου του 1979 όταν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων έκαναν λόγο για λουτρό αίματος μέσα σε διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη μετά τη δολοφονία μιας 42χρονης, μητέρας τριών παιδιών.
Ένας 24χρονος άνεργος τεχνίτης κατακρεούργησε με 19 μαχαιριές την άτυχη γυναίκα, μητέρα του παιδικού του φίλου, κυριολεκτικά δια ασήμαντον αφορμή, όπως σημειωνόταν στον Τύπο της εποχής.
Ο δράστης πίσω από το άγριο έγκλημα υποστήριξε στο δικαστήριο πως «θόλωσε» και δεν ήξερε τι έκανε, όταν έμαθε πως το θύμα κακολογούσε στην μητέρα του, τη νεαρά, πρώην μάλιστα, μνηστή του!
«Δεν ξέρω τι με έπιασε και τη σκότωσα» είπε ο νεαρός στη δίκη του στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, με τους μάρτυρες να τον περιγράφουν ως ένα άτομο φιλήσυχο που δεν πείραζε ποτέ κανέναν και πάντα έσκυβε το κεφάλι σε βαθμό που έδειχνε να μην λαμβάνει καμία πρωτοβουλία.
Δολοφονία στη Θεσσαλονίκη: «Στην ψυχή του φώλιασε το μίσος»
«Στην ψυχή του φώλιασε το μίσος επειδή το θύμα κακολόγησε την ηθική υπόσταση της μνηστής του στην μητέρα του» ανέφερε ο εισαγγελέας της έδρας στο δικαστήριο σε μια προσπάθεια να δώσει μια εξήγηση για το άγριο έγκλημα.
«Τον είχαμε σαν παιδί μας. Δολοφόνησε τον άνθρωπό μου και μετά έπαιζε θέατρο ζητώντας μου συλλυπητήρια», είπε στην κατάθεσή του στο ακροατήριο ο σύζυγος του θύματος, ο οποίος περιέγραψε στη συνέχεια τη σκηνή που αντίκρισε όταν μπήκε στο διαμέρισμά του και βρήκε την γυναίκα του στο μπάνιο νεκρή, μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Όπως ανέφερε ο μάρτυρας, ο 24χρονος θύμωσε επειδή η γυναίκα του έλεγε να ξεκόψει από τη μνηστή του και κατά τη διάρκεια της συζήτησης που είχαν τον αποκάλεσε, κάποια στιγμή, «βλάκα».
Τότε ο νεαρός, σύμφωνα με τον σύζυγο του θύματος, πήρε από τη κουζίνα ένα μαχαίρι και επιτέθηκε στη γυναίκα του, που την ώρα εκείνη έπλενε ρούχα. Το θύμα αντέδρασε και του πήρε το μαχαίρι, αλλά εκείνος της το άρπαξε από τα χέρια και συνέχισε την άγρια επίθεσή του. Όταν τελείωσε έκλεισε την πόρτα του μπάνιου, αφήνοντας πίσω του την γυναίκα νεκρή.
Έπειτα πήγε στο σπίτι του, όπου έφαγε και ξεκουράστηκε! «Τον είχαμε σαν παιδί μας…. Τον συμβουλεύαμε να ξεκόψει από την μνηστή του γιατί του έκανε νούμερα», είπε ακόμη ο μάρτυρας απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις της έδρας.
Τι κατέθεσε στο δικαστήριο η μνηστή του
Στο δικαστήριο κατέθεσε, όμως, και η πρώην μνηστή του 24χρονου, η οποία ανέφερε ότι η γνωριμία τους κράτησε πέντε μήνες και πως εκείνος την αγαπούσε υπερβολικά.
«Τον αρραβωνιάστηκα από μια επιπολαιότητα, δεν τον αγαπούσα, δεν μου άρεσε ο χαρακτήρας του», είπε 19χρονη κοπέλα στο ακροατήριο για να ακολουθήσει στη συνέχεια η κατάθεση της μητέρας του νεαρού.
«Από τότε που ο γιος μου χώρισε με τη μνηστή του έγινε άλλος άνθρωπος. Έκλαιγε συνεχώς και ήταν μελαγχολικός. Μια φορά μου είπε πει ότι θα αυτοκτονήσει. Εμείς του λέγαμε να βρει άλλη κοπέλα», ανέφερε η γυναίκα στο ακροατήριο μη μπορώντας και εκείνη να πιστέψει το αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξε και ομολόγησε ο γιος της.
Η απολογία μετά το άγριο έγκλημα
Κατά την απολογία του για το άγριο έγκλημα στο Κακουργιοδικείο, ο νεαρός ζήτησε συγνώμη από τους συγγενείς του θύματος. «Δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε και εγώ αυτό που έγινε. Ένιωσα ένα μίσος. Την είχα σαν μητέρα μου. Ήμουν φίλος και συμμαθητής με το γιο της» είπε ο κατηγορούμενος.
«Η πρώην μνηστή μου ήταν χαρακτήρας ελεύθερος και άστατος. Την Πρωτοχρονιά, χόρεψε τσιφτετέλι κουνώντας τα στήθια της. Της είχα όμως παθολογική αγάπη» συμπλήρωσε.
Ο νεαρός αναφέρθηκε κατά την απολογία του και στο θύμα για να τονίσει πως η άτυχη γυναίκα του έλεγε πως η κοπέλα την οποία αγαπούσε δεν του αξίζει. «Έμαθα πως είχε πει και στη μάνα μου πως ήταν του δρόμου», κατέθεσε ο κατηγορούμενος και στη συνέχεια περιέγραψε ως εξής το πως έφτασε στο άγριο έγκλημα, τη δολοφονία δηλαδή της 42χρονης.
«Πήγα κοντά της από την πλευρά της κουζίνας και της είπα: “Γιατί είπες ένα σωρό πράγματα στη μάνα μου για τη μνηστή μου; Γιατί δεν τα είπες σε εμένα; Τι σε νοιάζει τι κάνω εγώ;”. “Αη στο διάβολο βλάκα” μου απάντησε εκείνη» περιέγραψε ο δράστης.
«Είδα ένα μαχαίρι στο ψυγείο και το άρπαξα… Δεν ξέρω πως έγινε το κακό. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως έφτασα σε αυτό το φρικιαστικό πράγματα, δεν μου άρεσαν ποτέ οι φασαρίες. Παλέψαμε πρώτα και μετά την χτύπησα. Δεν ήξερα τι έκανα» συνέχισε.
«Θυμάμαι ότι μου πήρε το μαχαίρι και το είχε στα πόδια της. Εγώ της είχα πιασμένα τα χέρια. Μετά την έσπρωξα ανάσκελα. Της πήρα το μαχαίρι και άρχισα να την χτυπάω…» κατέληξε.
Η απόφαση για το άγριο έγκλημα
Αναγορεύοντας στο δικαστήριο ο εισαγγελέας της έδρας τόνισε ότι δεν προέκυψε βρασμός ψυχικής ορμής για το άγριο έγκλημα και το μόνο κίνητρο του δράστη ήταν το μίσος που έτρεφε για την 42χρονη, το οποίο δεν ήταν, όπως είπε, στιγμιαίο.
Ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου σύμφωνα με το κατηγορητήριο, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών, όμως το δικαστήριο είχε άλλη άποψη για το άγριο έγκλημα.
Με απόφασή του αναγνώρισε στο νεαρό το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου, κρίνοντας τον ένοχο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως «ιδιαζόντως απεχθή» αλλά και για οπλοχρησία.
Όσο για την τιμωρία που του επιβλήθηκε αυτή ήταν συνολική ποινή κάθειρξης 22 ετών.
makeleio