Η αγνή πατριωτική ψυχή.
Όταν εξελέγη ο Ιωάννης Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδος, επήγε να αποχαιρετίση εις τα ανάκτορα της Πετρουπόλεως τον αυτοκράτορα και την μητέρα του Μαρίαν, η οποία τόσον τον ηγάπα. Η αγαθή αυτοκράτειρα προσεπάθησε να τον αποτρέψη από την απόφασίν του:
— Για όνομα του Θεού, κύριε κόμη, μην πάτε εις την Ελλάδα, γιατί μπορεί να σας δολοφονήσουν. Ξεύρετε πώς σπαράσσονται αυτή τη στιγμή οι Έλληνες, εξ αιτίας του πάθους των να θέλουν να κυβερνούν όλοι και κανείς να μη υπακούη.
— Μεγαλειοτάτη, απεκρίθη ο Καποδίστριας, αν αρνηθώ και η Ελλάς καταστραφή, τι θα πουν για με; Ιδού ένας άνθρωπος που μπορούσε να την σώση και ο οποίος όμως επροτίμησε μια λαμπρή θέσιν εις την Ρωσσία και άφησε την πατρίδα του να καταστραφή. Άλλωστε, μπορώ να θυσιάσω για την Ελλάδα το γέρικο σώμα μου.
Ερχόμενος λοιπόν εις την Ελλάδα εγνώριζε πόσαι δυσκολίαι παρουσιάζοντο, ποίοι κίνδυνοι τον απειλούσαν και πόσο ακανθώδης ήταν ο δρόμος που έμελλε να διατρέξη.
Μπροστά του είχε το χάος. Τίποτε δεν υπήρχεν όταν απεβιβάσθη εις την Ελλάδα. Τα ταμεία ήταν κενά, ο στόλος, στρατός, δικαιοσύνη, σχολεία δεν υπήρχαν. Έπειτα από επτά χρόνων άγριον αγώνα εχρειάζετο μία κοσμογονία πλέον για να δοθή μορφή κράτους εις ένα σωρό υλικών και ηθικών ερειπίων.
Και ποιο ήταν το κράτος που ήλθε να κυβερνήση και οργανώση; Τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος κατείχον ακόμη οι Τούρκοι, ενώ τα νησιά του Αιγαίου κατ’ ουσίαν εκυβερνώντο από τους πειρατάς που ελυμαίνοντο τη Μεσόγειο.
Ένας λαός βγαλμένος από το χάος της επαναστάσεως, ασυνήθιστος να υπακούη, έμελλε να υποταχθή στο ζυγό της πειθαρχίας. Η μάζα του λαού, βολική και υπάκοη, εδέχθη με ενθουσιασμό τον κυβερνήτη και τον αγάπησε. Ο «Μπαρμπα-Γιάννης», όπως τον έλεγαν, ήταν ο σωτήρ των.
Ερρίχθηκε ο κυβερνήτης στο δύσκολο έργο του. Ίδρυσε τα πρώτα σχολεία, εφρόντισε για τη γεωργία και την καλλιέργεια των γαιών που έμειναν τόσα χρόνια χέρσοι εξ αιτίας του πολέμου. Ωργάνωσε στρατό τακτικό και ναυτικό. Εδημοσίευσε νομοθεσία, ετακτοποίησε το ζήτημα του κλήρου, εμάζευσε εις ορφανοτροφείο τα ορφανά των πεσόντων κατά την επανάστασιν. Κι’ επροχωρούσε με όλο το ζήλο της αγνής πατριωτικής του ψυχής.
Αλλ’ από την πρώτη ημέρα φάνηκαν τ’ αγκάθια. Οι κοτζαμπάσηδες και οι γραμματισμένοι σηκώθηκαν εναντίον του. Και οι δύο αυτοί δεν του συγχωρούσαν ότι εξ αιτίας του έχαναν τη δύναμίν των. Ήθελαν την Ελλάδα τσιφλίκι των ολίγων, οι οποίοι να τυραννούν τους πολλούς. Και άρχισαν τας συκοφαντίας, τας ραδιουργίας, τας πλεκτάνας. Εις τον λαό τον συκοφαντούσαν ως απολυταρχικό δικτάτορα, εις τας μεγάλας δυνάμεις Γαλλία και Αγγλία τον παρουσίαζαν ως όργανο της Ρωσσίας, εις το εξωτερικό, με ανταποκρίσεις εις ξένας εφημερίδας, παρουσίαζαν την Ελλάδα τυραννουμένην κάτω από τα πόδια ενός βαρβάρου τυράννου.
Εις το Παρίσι ο Νικόλαος Υψηλάντης ιδρύει εταιρείαν «Ηρακλής» με σκοπό τη δολοφονία του κυβερνήτου. Η αγγλική κυβέρνησις χρηματοδοτεί, διά του εν Ελλάδι πρεσβευτού της, τους αντικαποδιστριακούς, οι οποίοι συγκεντρώνονται εις την Ύδρα, τυπώνουν εφημερίδα και μαίνονται κατά του Καποδίστρια.
Οι αφωσιωμένοι εις τον κυβερνήτη τού ανακοινώνουν τας ενεργείας των εχθρών του, αλλά εκείνος αδιαφορεί. Ένα πράγμα τον ενδιέφερε: να τραβήξη μπροστά εις το δρόμο του και να συμπληρώση το έργο το οποίο εσχεδίασε, τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Ήξευρε ότι μαζί του έχει το λαό. Και αυτό το έβλεπε από τα γεγονότα. Όταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης επανεστάτησε κατά του Καποδίστρια, του κάκου προσεπάθησε να σύρη με το μέρος του τους Μανιάτες. Εις τας προτροπάς του αρνήθηκαν να επαναστατήσουν κι’ έμεινε μόνος με τα παιδιά του.
Ο λαός ελάτρευε τον Καποδίστρια. Και πολύ δικαίως. Διότι μόνος σκοπός της ζωής του ήταν η ευτυχία της πατρίδος του. Όχι μόνο μισθό δεν έπαιρνε, αλλά και όλη την ατομική του περιουσία εδαπάνησε για διαφόρους εθνικούς σκοπούς. Εις την Ευρώπη είχε στείλη πολλούς νέους να σπουδάσουν με έξοδα δικά του. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, αδελφός του δολοφόνου του!
Αν μελετήση κανείς τι έκαμεν ο Καποδίστριας εις το διάστημα των τεσσάρων περίπου χρόνων που εκυβέρνησε το νεοσύστατο κράτος, θα μείνη κατάπληκτος. Ο φοίνιξ που έλαβε ως σύμβολο δεν ήταν αδικαιολόγητος, γιατί σαν τον φοίνικα ξεπετάχθηκε μέσα από τα καπνίζοντα ερείπια η Ελλάς και παρουσιάσθη ως κράτος ωργανωμένο πλέον.
Και όσο μεγαλύτερο ήταν το έργο του, τόσο οι εχθροί του αγρίευαν εναντίον του και άφριζαν από λύσσα. Έπειτα από εκατό χρόνια, αν έλθωμεν εις την σημερινή Ελλάδα του 1931, θα ιδούμε με κατάπληξιν και κατάθλιψιν ότι κάτι παρόμοιο επαναλαμβάνεται.
Το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 1831 ο Καποδίστριας εκάθησε να γράψη εις τον φίλο του και μεγάλον φιλέλληνα Εϋνάρδο. Η ψυχή του θα ήταν αναμφιβόλως πλημμυρισμένη από στιγμιαίαν απογοήτευσιν, αλλά μ’ όλα ταύτα το γράμμα του είνε γεμάτο ανδρισμό πατριωτικό και δείχνει τον αληθινό Καποδίστρια:
«Ούτε ο φόβος των ραδιουργιών, ούτε τα γραφόμενα εις τας εφημερίδας θα με κάμουν να λοξοδρομήσω από το δρόμο που εχάραξα. Ας γράφουν, ας λέγουν ό,τι θέλουν, αλλ’ εις το τέλος οι άνθρωποι δεν κρίνονται απ’ όσα εναντίον των γράφονται ή λέγονται, αλλ’ από τη μαρτυρία αυτών τούτων των πράξεών των. Ενισχυμένος από την πεποίθησιν αυτή, έζησα εις τον κόσμο με αυτάς τας αρχάς έως τώρα και τα κατάφερα καλά. Είνε λοιπόν αδύνατο τη στιγμή αυτή ν’ αλλάξω δρόμο. Θα κάμω το καθήκον μου κι’ ας γίνη ό,τι θέλει!»
Το άλλο πρωί ενωρίς, κατά τη συνήθειά του, βγήκε για να πάη να λειτουργηθή εις την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Απέξω τον περίμεναν οι δύο Μαυρομιχαλαίοι, Κωνσταντίνος και Γεώργιος. Ρίχθηκαν κατεπάνω του και ο ένας τον κτύπησε με το πιστόλι εις το κεφάλι, ενώ ο άλλος έχωνε στην κοιλιά του το μαχαίρι του. Σωριάσθηκε νεκρός χωρίς να προφέρη λέξιν.
Η πατρίδα έχανε τον αναδημιουργό της, το εξοχώτερο τέκνο της, το μεγάλο κυβερνήτη της.
Οι Μαυρομιχαλαίοι υπήρξαν τα χέρια που εξετέλεσαν το έγκλημα. Άλλοι ήσαν οι ηθικοί, οι πραγματικοί δολοφόνοι. Ήσαν εκείνοι που εζήλευαν το έργο του, που υπενόμευσαν την πατριωτική του δράσιν από εγωπάθεια ή από ποταπό υπολογισμό συμφεροντολογικό. Ίσως οι Μαυρομιχαλαίοι, οι οποίοι επλήρωσαν με τη ζωή των το έγκλημα, να είνε οι ολιγώτερον ένοχοι. Αυτοί τουλάχιστον είχαν μια δικαιολογία, τη φυλάκισιν του πατέρα των, την οποίαν εξεμεταλλεύθησαν οι εχθροί του Καποδίστρια για να τους σπρώξουν εις το έγκλημα. Τον Καποδίστρια εδολοφόνησεν η ξένη διπλωματία, μερικοί κοτζαμπάσηδες και γραμματισμένοι. Ο λαός τον ελάτρευε και δεν τον βαρύνει διόλου το έγκλημα αυτό.
Λάθη έκαμε βέβαια ο Καποδίστριας. Αλλά ήταν δυνατόν να μη γίνουν λάθη προκειμένου να μπη εις το δρόμο του πολιτισμού ένας λαός που μόλις έβγαινε από την αναρχία; Αλλά το καθήκον των διαμαρτυρομένων για τα λάθη του ήταν να συνεργασθούν με τον κυβερνήτη, να τον διαφωτίσουν ειλικρινά και να τον απομακρύνουν από το σφαλερό δρόμο που, κατά τη γνώμη των, ακολουθούσε. Αλλά δεν ήταν η αληθινή αιτία τα λάθη που απέδιδαν εις τον Καποδίστρια. Ήταν το προσωπικό μίσος των και τα ατομικά συμφέροντά των εκείνα που τους ωδήγησαν εις την αντιπολίτευσιν κατ’ αυτού και τους έκαμαν ηθικούς δολοφόνους του.
Σήμερα, έπειτα από εκατό ολόκληρα χρόνια, που έσβυσαν τα πάθη και ο Καποδίστριας παρουσιάζεται μπροστά στο δικαστήριο της ιστορίας, λάμπει υπέροχη πλέον η μορφή του υπερόχου πατριώτου και μεγάλου κυβερνήτου, ο οποίος και τη ζωή του ακόμη εχάρισε στην πατρίδα. Και ο ελληνισμός ολόκληρος αποκαλύπτεται σήμερα με σεβασμό μπροστά στο μάρτυρα κυβερνήτη.
*Ιστορικό σημείωμα του δημοσιογράφου, συγγραφέα και μελετητή της ελληνικής ιστορίας Κώστα Καιροφύλα (1881-1961) για τον Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831), με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη του νεότερου ελληνικού κράτους (27 Σεπτεμβρίου 1831).
Ήρθε ο καιρός να ξαναθυμηθούμε την ιστορία.
Ήρθε ο καιρός να διδαχθούμε από αυτήν.
Αρκετά αργήσαμε…

ksipnistere