Ειδικά εν σχέσει με την Ελλάδα, ήταν ήδη σαφές πως αν οι Άγγλοι απέδιδαν σ΄ αυτήν μείζονα στρατιωτική σημασία, θα είχαν φροντίσει να συνδράμουν τελεσφόρα την γενναία και συνειδητοποιημένη πολιτική του «ΌΧΙ» μέχρις εσχάτων, όπως την άρθρωσε ο Βασιλιάς Γεώργιος ΙΙ με τον Ιωάννη Μεταξά και την τίμησε μέχρι κεραίας μετά από αυτόν.

Ακόμα και μετά την σαρωτική προέλαση των Ελλήνων το 1940-1941 ως την κεντρική Αλβανία, η πολιτική του Churchill παρέμενε προσηλωμένη στην μεθόδευση να προσφέρει τόσο ισχνό Κοινοπολιτειακό Στρατό στην Ελλάδα, όσος ήταν αναγκαίος για να προκληθεί γερμανική επίθεση και εμπλοκή των μέγιστων δυνατών γερμανικών στρατιωτικών πόρων στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την περιορισμένη και επιλεκτική κατοχή της Βόρειας Ελλάδας, που προέβλεπαν τα γερμανικά επιτελικά σχέδια ενάντια στις αεροπορικές δυνατότητες των Βρετανών. Απώτερος και έμμονος στόχος του Churchill ήταν η επέμβαση των ΗΠΑ υπέρ των Βρετανών.

Ο Βασιλιάς Γεώργιος ΙΙ και ο Ιωάννης Μεταξάς, έχοντας την πικρή εμπειρία της ίδιας βρετανικής μεθόδευσης το 1915, κατάφεραν να κρατήσουν όσο περισσότερο ήταν δυνατόν την χώρα μακριά από τον ρόλο του ζωντανού δολώματος. Αμφότεροι, έτσι, αναδείχθηκαν σε κύριο εμπόδιο για την μεθόδευση του Churchill και τα μελλοντικά σχέδια της βρετανικής ελίτ.

Πράγματι, η γενική πολιτική των Βρετανών ήταν να έχουν εξασφαλισμένη μια φιλική σχέση με την Ελλάδα σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής στην Μεσόγειο, παράλληλα διατηρώντας μια κατανόηση με την Ιταλία: μετά την κρίση στην Αβησσυνία, οι Βρετανοί επικεντρώθηκαν στην αποκατάσταση των σχέσεών τους με τον Μουσολίνι, προσφέροντας μόνον γενικόλογους καθησυχασμούς στις κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας- αλλά μαζικό εξοπλισμό της Τουρκίας.

Η απροθυμία των Βρετανών να συνάψουν επίσημη στρατιωτική συμφωνία με την Ελλάδα ήταν η σταθερά που καθόρισε την πολιτική εξοπλισμού και πολεμικών προετοιμασιών της χώρας από τον Βασιλέα Γεώργιο ΙΙ και την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά.

Ήταν σαφές πως η ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη των Βρετανών προς τους Έλληνες αποκλειόταν. Το Μικτό Επιτελείο των Βρετανών θεωρούσε πως η στρατιωτική βοήθεια θα αποτελούσε παθητικό για την Μεγάλη Βρετανία και θα της ήταν ελάχιστα χρήσιμη: η άμυνα της Ελλάδας δεν θα ήταν εύκολη και οι Άγγλοι θα εμπλεκόντουσαν με τις βαλκανικές έριδες.

Αντίθετα, οι Αρχηγοί των Επιτελείων θεωρούσαν πως η συμμαχία με την Τουρκία θα εξασφάλιζε πολύτιμα στρατιωτικά πλεονεκτήματα, στην περίπτωση πολέμου ενάντια στην Ιταλία ή την Σοβιετική Ένωση, που από το 1939 ήταν συνεργάτης των Γερμανών.

Συνοπτικά, οι Αρχηγοί των Επιτελείων της Μεγάλης Βρετανίας πρότασσαν την προτεραιότητα επαναπροσέγγισης με την Ιταλία του Μουσολίνι, όπως γλαφυρά αποτυπώνεται σε Αναφορά της Joint Planning Sub-Committee (21 Ιουλίου 1936).

Η επιβεβαίωση ήρθε το 1938. Ο Μεταξάς συναντάται με τον πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα Sir Sydney Waterlow και του προτείνει σύναψη συμφωνίας συμμαχίας μεταξύ Ελλάδος και Μεγάλης Βρετανίας.

Ο Βρετανός πρέσβης απορρίπτει την πρόταση. Καμιά αμφιβολία δεν έμεινε στον Μεταξά, όταν η Βρετανία αποδέχθηκε την εισβολή των Ιταλών στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939.

Οι Ιταλοί, εντελώς ανεμπόδιστοι από τους Βρετανούς, δίνουν το ύστατο δώρο τους στον Churchill: επιτίθενται απρόκλητα στην μόνη από συμμαχίες Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Το στρατηγικό πλήγμα για τον Χίτλερ θα αποδειχθεί ανήκεστο: η ιταλική επίθεση ενισχύει την πιθανότητα επανεκλογής του Προέδρου των ΗΠΑ στις επερχόμενες εκλογές και η κατατρόπωση των Ιταλών από τους Έλληνες αναγκάζει τον Χίτλερ να ανοίξει μέτωπο στα Βαλκάνια, προκαλώντας την ήττα της Γερμανίας στο ανατολικό μέτωπο.

Στα μέσα Ιανουαρίου του 1941, ο Στρατηγός Archibald Wavell επισκεπτόταν την Αθήνα για να προτείνει στον Μεταξά να αποδεχθεί την αποβίβαση μικρής βρετανικής στρατιωτικής δύναμης στο έδαφος της μαχόμενης Ελλάδας. Ο Ιωάννης Μεταξάς του κατέστησε σαφές πως εννέα βρετανικές μεραρχίες θα ήταν αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί η γερμανική επίθεση και πως δεν επιθυμούσε τίποτε λιγότερο από αυτό.

Οι μέρες περνούν και γίνονται μήνες. Οι νίκες του Ελληνικού Στρατού και η εκτεταμένη προέλαση δημιουργούν σοβαρά στρατιωτικά κενά ιδίως μεταξύ αεροπορίας, πυρός και μεταφορικών. Της Ελλάδας δεν της λείπει στρατός – και μάλιστα ηρωικός.

Η έκταση του μετώπου και η προετοιμασία για άμυνα στην Μακεδονία και την Θράκη απαιτούσαν λίγα ακόμα αεροπλάνα, λίγα ακόμα μεταγωγικά, λίγο ακόμα εξοπλισμό.

«Πόσον θα ήθελον να μας έστελλεν η Αγγλία ολίγα ακόμη αεροπλάνα! Με όλην την πείραν που απέκτησαν εις τον πόλεμον, αι στρατιωτικαί υπηρεσίαι της κινούνται με απελπιστική βραδύτητα», έγραφε ο Βασιλιάς Γεώργιος ΙΙ στις 16 Νοεμβρίου.

Και ξανά στις 7 Δεκεμβρίου: «…Αλλά -αλλοίμονον!- τα πολεμικά μέσα άτινα μας υπεσχέθησαν δεν μας έφθασαν ακόμη. Όλα χρειάζονται απελπιστικώς μακρόν χρόνον!… Ελάχιστα έφθασαν ως τώρα.

Τί φοβερόν να μην κάμνουν το αδύνατον να μας στείλουν τα αναγκαία το ταχύτερον! Διότι πάσα στιγμή βαρύνει, και έπρεπε να τα ρίψωμεν επάνω εις τους Ιταλούς, όσον ημπορούμεν δυνατότερον και αμέσως».

Η κραυγή της 5ης Ιανουαρίου 1941 είναι χαρακτηριστική: «Ελάχιστα, από το υλικόν το οποίον μας υπεσχέθησαν, έφθασαν. Όλον μας υπόσχονται, αλλά ελάχιστα βλέπομεν!».

Την Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 1941, ο Ιωάννης Μεταξάς εμφανίζει υψηλό πυρετό. Είναι η 82α ημέρα του πολέμου των Ελλήνων με τους Ιταλούς στην Αλβανία. Η άσχημη τροπή στην υγεία του Πρωθυπουργού του ΟΧΙ έρχεται μετά την επίμονη άρνησή του να υποκύψει στην επιμονή των Βρετανών να εμπλέξουν την Ελλάδα στα πολεμικά σχέδια της Γερμανίας:

«Άγγλοι επιμένουν να έλθουν Θεσσαλονίκην με μικράς δυνάμεις πυροβολικού. – Κάμνω το σχέδιον της διπλωματικής μου ενέργειας. Εις Παύλον Γιουγκοσλαυίας διαβεβαιώ ότι δεν θα γίνει μέτωπον Θεσσαλονίκης υπό Άγγλων, εκτός εάν Γερμανοί διέλθωσι Δούναβιν και εισελθωσι Βουλγαρίαν. Εις Άγγλους (Παλαιρετ αρχάς και κατόπιν και Χευγουντ) να μη έλθωσι με τας μικράς των δυνάμεις Θεσσαλονίκην, εκτός εάν οι Γερμανοί διέλθωσι Δούναβιν. -Πιθανώς να σταματήση το πράγμα. -Εργάσθηκα μέχρι βαθείας νυκτός».

Αντίθετα με την Ελλάδα, οι Βρετανοί παρείχαν αδιάκοπα μεγάλες ποσότητες οπλισμού στην Τουρκία.

Στις 18 Οκτωβρίου 1940, δέκα ημέρες πριν το ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά στους Ιταλούς, ο πρεσβευτής των Βρετανών στην Ελλάδα, Michael Palairet, έγραφε: «Αν συνεχίσουμε να στέλνουν ποσότητες οπλισμού στην Τουρκία μόνον, χωρίς να ανταποκρινόμαστε στις ζωτικές ανάγκες της Ελλάδας, θα προσφέρουμε στον Άξονα ένα πολύ επικίνδυνο όπλο».

Πράγματι, οι ποσότητες βρετανικού οπλισμού που έφταναν στην Τουρκία ήταν εντυπωσιακές.

Ο Knatchbull-Hugessen από την Τουρκία ανέφερε ότι: «Οι Τούρκοι βρίσκονται πολύ μακριά από το να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν, είτε τακτικά, είτε τεχνικά, τον μεγάλο όγκο του βρετανικού εξοπλισμού που τους έχει ήδη παρασχεθεί, και σίγουρα δεν θα τα καταφέρουν να διαχειριστούν επιπλέον εξοπλισμό ως την άνοιξη». Αντίθετα με αυτές τις εισηγήσεις, το Γενικό Επιτελείο της Μεγάλης Βρετανίας στις 21 Οκτωβρίου 1940 εισηγούνταν να αποσταλεί «όλη η υλική συνδρομή που θα μπορούσαμε πιθανώς να εξοικονομήσουμε» στους Τούρκους.

Η συχνά και επίμονα επαναλαμβανόμενη επωδός πως οι Βρετανοί είχαν εξαντλήσει τα περιθώρια εξοπλιστικής συνδρομής προς την μαχόμενη Ελλάδα είναι καταφανώς ψευδής, πολιτικά προκλητική και επιστημονικά, ιστοριογραφικά, απαράδεκτη. Ο βρετανικός εξοπλισμός που έλειψε από την Ελλάδα, σκούριαζε στην Τουρκία.

Όμως η Ελλάδα ζούσε την πιο μεγάλη της στιγμή. Την επομένη του «αδόκητου» θανάτου του Ιωάννη Μεταξά, στο θανάσιμο αυτό κτύπημα της μοίρας, ο Βασιλιάς Γεώργιος ΙΙ έγραφε: «Εις πείσμα όλων αυτών, θα κάμω το παν δια να αντιμετωπίσω την κατάστασιν. Και η κοινή γνώμη επίσης φαίνεται μέχρι στιγμής αποφασισμένη να συνεχίση και να φέρη το πόλεμον εις νικηφόρον τέρμα. Αισθάνομαι να έχω πεποίθησιν δια το μέλλον. Αλλά ασφαλώς η γερμανική απειλή μας ανησυχεί πολύ.

Προς στιγμήν αισθάνομαι να μου φεύγη η αναπνοή ενώπιον τόσων ευθυνών».

Η αμηχανία που προκαλούσε στην διεθνή σκηνή το άκουσμα πως η μικρή και γενναία Ελλάς πολεμούσε μόνη της τις στρατιές του Άξονα στα βουνά της Αλβανίας και στα βόρεια σύνορα, δεν επηρέασε σε τίποτα την σιδηρά γραμμή του Churchill. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1941, τηλεγραφεί στον Υπουργό Εξωτερικών του Anthony Eden:

«Μην θεωρήσετε το εαυτό σας υποχρεωμένο για μια ελληνική επιχείρηση, εάν στην συνείδησή σας αισθάνεστε ότι θα γίνει ένα νέο νορβηγικό φιάσκο. Εάν δεν μπορεί να καταρτισθεί ένα καλό σχέδιο, παρακαλώ να μου το πείτε. Αλλά εννοείται, γνωρίζετε πόσο πολύτιμη θα ήταν η επιτυχία».

Το μήνυμα είχε δοθεί και είχε καταγραφεί στα επίσημα κυβερνητικά έγγραφα: «Η Αγγλία δεν επιθυμεί να αποθαρρύνει την επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα».

Όταν, 22 Φεβρουαρίου του 1941, ο Eden έφτανε στο Τατόι, ο Βασιλιάς του ζήτησε αμέσως να του μιλήσει παρουσία του πρωθυπουργού του. Όχι αναπάντεχα, ο Eden αρχικά αρνήθηκε. Κατόπιν επιμονής του Βασιλέως, ο Eden αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει και στην αίθουσα μπήκε ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής. Πριν γίνει οποιαδήποτε συζήτηση, ο Έλληνας Πρωθυπουργός επέδωσε στον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών έγγραφή δήλωση της Ελληνικής Κυβέρνησης:

«Επιθυμώ να επαναλάβω κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι η Ελλάς ως πιστός σύμμαχος είναι αποφασισμένη να εξακολουθήσει πολεμούσα δι΄ όλων της των μέσων μέχρι της τελικής νίκης. Η απόφασις αύτη δεν περιορίζεται εις την περίπτωση της Ιταλίας αλλά θα ισχύσει και δι΄ οιανδήποτε γερμανικήν επίθεσιν».

«Επιθυμώ να επαναλάβω ακόμη μίαν φοράν ότι οιονδήποτε και αν είναι το αποτέλεσμα και ασχέτως του αν η Ελλάς έχη ή δεν έχη ελπίδα να απωθήση των εχθρόν εν Μακεδονία, θα υπερασπίση το εθνικόν της έδαφος ακόμη και αν δύναται να υπολογίζη επί μόνων των δυνάμεών της».

Και αργότερα, κατά την δεύτερη επίσκεψη του Eden στην Αθήνα, ο Churchill του τηλεγραφεί στις 6 Μαρτίου 1941: «Είμαι απολύτως έτοιμος να αναμιχθώ σε σοβαρό τόλμημα, εάν υφίσταται μια λογική πιθανότητα επιτυχίας εν πάσει περιπτώσει για λίγους μήνες και όλες οι προπαρασκευές πρέπει να συνεχισθούν πάσει δυνάμει.

Αλλά, εάν επιθυμούσατε να χειρισθείτε κατά τέτοιον τρόπο τα πράγματα στην Ελλάδα, ώστε, εάν μετά την τελική εκτίμηση όλων των συντελεστών, περιλαμβανομένων και των δυνατοτήτων της Ρόδου, αισθανθείτε ότι δεν υπάρχει μια λογική ελπίδα, θα έπρεπε να διατηρήσετε την δύναμη να απαλλάξετε τους Έλληνες από κάθε διαπραγμάτευση και συγχρόνως να απαλλάξετε και εμάς από αυτούς».

Προς τιμήν του, ο Βρετανός Πρεσβευτής στην Αθήνα Sir Michael Palairet απάντησε στο τηλεγράφημα του Πρωθυπουργού Winston Churchill αυθημερόν και ευθέως:

«Δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω τον αντίκτυπο, τον οποίον θα είχε η υπαναχώρησή μας από συμφωνία πράγματι υπογραφείσα μεταξύ του Αρχηγού του συμμαχικού επιτελείου και του Έλληνα Αρχιστρατήγου και που βρίσκεται τώρα στο στάδιο της εκτελέσεως από τον ίδιο τον Στρατηγό Wilson. Πώς είναι δυνατόν να εγκαταλείπουμε τον Βασιλιά της Ελλάδος μετά τις διαβεβαιώσεις οι οποίες του δόθηκαν από τον Αρχιστράτηγο και τον Αρχηγό του Αυτοκρατορικού Επιτελείου;

Όσον αφορά τις λογικές ελπίδες επιτυχίας, αυτό μου φαίνεται απολύτως αδύνατον να το σκεφθεί κανείς. Οι Έλληνες και ο κόσμος όλος θα μας στιγματίσουν ότι ανακαλέσαμε τον λόγο μας. Δεν υπάρχει ζήτημα να «απαλλάξουμε τους Έλληνες από το αίσθημα ότι είναι υποχρεωμένοι να απορρίψουν ένα γερμανικό τελεσίγραφο».

Έχουν αποφασίσει να πολεμήσουν την Γερμανία μόνοι αν είναι αναγκαίο. Το ζήτημα είναι αν θα τους βοηθήσουμε η όχι».

Έχοντας αποτυπώσει τις προφάσεις του στην επίσημη επικοινωνία με τους Έλληνες και με τους Βρετανούς διπλωμάτες και στρατιωτικούς, ο Churchill έθεσε σε κίνηση την τελευταία πράξη της μεθόδευσής του για πρόκληση της γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα.

Ο Υπουργός του, Anthony Eden, έδωσε εντολή να αποσταλεί βρετανική δύναμη μόλις δύο μεραρχιών στις 7 Μαρτίου 1941 (Επιχείρηση «Λάμψη» – Operation Lustre).

Αγνόησε, έτσι, την συνεννόηση Παπάγου-Wavell πως οκτώ έως δέκα μεραρχίες απαιτούνταν για την διατήρηση της γραμμής Αλιάκμονα.

Το σήμα προς τον Hitler ήταν σαφές: η επιχείρηση Marita έπρεπε να επισπευσθεί για να αποτραπεί βρετανικό προγεφύρωμα στην Βόρειο Ελλάδα, απειλητικό για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας, από τις οποίες εξαρτάτο ο στρατός της Γερμανίας.

Επιπλέον, ο Churchill έστειλε κρυφά από τους προϊσταμένους του τον Αντισυνταγματάρχη Francis Wilfred “Freddie” de Guingand να πετάξει πάνω από την Ελλάδα και την γραμμή Αλιάκμωνα.

Εν αγνοία του Στρατάρχη Archibald Wavell και του αρχηγού του γενικού του επιτελείου, Στρατηγού Arthur Smith, ο de Guingand ξεκίνησε την εκπόνηση επιτελικού σχεδίου εκκένωσης της βρετανικής δύναμης νωρίτερα από την μαχόμενη Ελλάδα.

Όταν το αντιλήφθηκε ο Smith και ενημέρωσε τον Wavell, ο de Guingand διατάχθηκε να παύσει αμέσως.

Οι Βρετανοί δεν βοήθησαν την Ελλάδα περισσότερο από όσο την εξέθεσαν σε θανάσιμο κίνδυνο.

  • Απόσπασμα από το έργο: Έτσι μεθόδευσαν οι Βρετανοί το αντάρτικο του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Ιωάννης Νασιούλας. Εκδόσεις Ελληνική Πρωτοπορία, 2022. Σελ. 305. ISBN: 978-618-5383-44-2. Αποκλειστικά διαθέσιμο στο www.grecobooks.com