Ο «δολοφόνος των Χριστουγένων» Ρόναλντ Τζιν Σίμονς ξεκλήρισε την οικογένεια του λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα γιατί ένιωθε ότι πλέον δεν μπορεί να τους ελέγχει

Όταν η αστυνομία μπήκε στο σπίτι των Σίμονς το βρήκε στολισμένο. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν έτοιμο και στις κουρτίνες είχαν μπει γιρλάντες. Το αίμα όμως στο χαλί και στους τoίχους πρόδιδε ότι κάτι φρικτό είχε συμβεί. Στο πάτωμα του καθιστικού, κάτω από παλτά και μπουφάν δεν κρύβονταν δώρα. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1987 ο Ρόναλντ Τζιν Σίμονς πήρε την απόφαση να ξεκληρίσει την οικογένεια του. Τελικά μέσα σε περίπου μια εβδομάδα σκότωσε συνολικά 16 άτομα. Αυτή είναι η ιστορία του δολοφόνου των Χριστουγέννων.

Ο Λόφος του Κοτσυφιού

O Ρόναλντ Τζιν Σίμονς γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1940. Σε ηλικία 17 ετών κατατάχθηκε στο Ναυτικό. Εκεί γνώρισε την Ρεμπέκα Ουλιμπάρι με την οποία παντρεύτηκαν το 1960 και έκαναν συνολικά επτά παιδιά. Το 1965 μεταπήδησε στην αεροπορία όπου έκανε εξαιρετική καριέρα. Παρασημοφορήθηκε και αποστρατεύτηκε το 1979 με τον βαθμό του αρχικελευστή. Όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για έναν περίεργο, κλειστό άνθρωπο που είχε επιβάλει στρατιωτική πειθαρχία στην οικογένεια του.

Τον Απρίλιο του 1981 έγινε η πρώτη φρικτή αποκάλυψη. Στην οικογένεια ήταν κοινό μυστικό ότι ο Σίμονς κακοποιούσε σεξουαλικά την κόρη του Σιλα. Όταν όμως, σε ηλικία 17 ετών, έμεινε έγκυος από τον πατέρα της ο… κύκλος της σιωπής έσπασε. Το κορίτσι μετά από πιέσεις κατήγγειλε τον πατέρα της στην αστυνομία και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης.

Ο Σίμονς πήρε την οικογένεια του και δραπέτευσε. Περιπλανήθηκαν για περίπου δύο χρόνια στο Νέο Μεξικό και το Άρκανσο. Το 1983 εγκαταστάθηκαν λίγο έξω από την πόλη Ντόβερ του Άρκανσο. Το σπίτι τους βρισκόταν στο κέντρο μια μεγάλης έκτασης και ουσιαστικά ήταν δύο ενωμένα μεγάλα τροχόσπιτα. Δεν είχαν τηλέφωνο και λειτουργική τουαλέτα (δούλευε μόνο ο νιπτήρας) και ο Σίμονς περιέφραξε την έκταση με φράχτη που σε κάποια σημεία ξεπερνούσε τα τρία μέτρα ύψος.

Ο Λόφος του Κοτσυφιού, όπως ονομαζόταν η περιοχή, έγινε το κάστρο του και παράλληλα η φυλακή για την οικογένεια του.

Εργαζόταν περιστασιακά στην κοντινή μικρή πόλη Ράσελβιλ. Έφυγε τουλάχιστον από δύο δουλειές μετά από καταγγελίες για απρεπή σεξουαλική συμπεριφορά. Όσοι τον γνώριζαν εκείνη την εποχή λένε ότι αν μια γυναίκα τον απέρριπτε αυτός εξοργιζόταν και γινόταν φορτικός.

Οι δολοφονίες

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1987 ο Σίμονς είχε καταλάβει πως η γυναίκα του σκόπευε να πάρει τα παιδιά και να φύγει. Η ζωή της ήταν αφόρητη και το είχε εκμυστηρευτεί στους συγγενείς της. Έτσι, ο Σίμονς κατέστρωσε ένα σχέδιο και έβαλε τα παιδιά του σκάψουν μια τεράστια τρύπα με τη δικαιολογία ότι χρειάζονταν καινούργιο βόθρο. Το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου 1987 ο Ρόναλντ Τζιν Σίμονς έβαλε σε δράση το σχέδιο του. Σκότωσε πρώτα την σύζυγο του και τον μεγαλύτερο γιό τους τον Τζιν. Τους πυροβόλησε με ένα 22άρι πιστόλι. Στη συνέχεια στραγγάλισε την μόλις τριών ετών εγγονή του Μπάρμπαρα. Έριξε τα πτώματα στον «βόθρο» και περίμενετα υπόλοιπα παιδιά του να έρθουν στο σπίτι.

Όταν επέστρεψαν τους είπε ότι τους έχει πάρει δώρα. «Θα σας τα δώσω όμως στον καθένα ξεχωριστά». Η 17χρονη Λορέτα ήταν η πρώτη. Την έπνιξε σε ένα βαρέλι γεμάτο με νερό. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσε τρία ακόμα παιδιά του, τον Έντι, την Μαριάν και την Μπέκι.

Στη συνέχεια περίμενε υπομονετικά για τέσσερις μέρες ώστε να εμφανιστούν στο σπίτι και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένεια του. Στις 26 Δεκεμβρίου ο γιός του Μπιλι και η σύζυγος του Ρενάτα πήγαν στον Λόφο του Κοτσυφιού. Τους σκότωσε με το πιστόλι του. Μαζί τους είχαν τον μόλις 20 μηνών τους γιό, τον Τρέι. Τον έπνιξε μέσα στο βαρέλι.

Οι επόμενοι που επισκέφθηκαν το σπίτι ήταν η Σίλα (η κόρη την οποία κακοποιούσε) και ο σύζυγος της Ντένις. Τους πυροβόλησε και τους σκότωσε. Στη συνέχεια έπνιξε την επτά ετών Σίλβια Γκέιλ, το παιδί που είχε κάνει με την κόρη του, αλλά και τον 21 μηνών εγγονό του, Μάικλ.

Τοποθέτησε τα περισσότερα πτώματα το ένα δίπλα στο άλλο στο σαλόνι και τα κάλυψε με παλτά. Την Σίλα την είχε καλύψει με ένα τραπεζομάντιλο το οποίο όπως είπε ήταν το αγαπημένο της γυναίκας του. Τα δύο παιδιά της (την Σίλβια Γκέιλ και τον Μάικλ) τα κάλυψε με πλαστικό και τα άφησε σε ένα παρατημένο αυτοκίνητο κοντά στο σπίτι.

Το βράδυ της 26ης Δεκεμβρίου βγήκε και ήπιε ποτά σε ένα τοπικό μπαρ. Επέστρεψε και κοιμήθηκε με τα πτώματα να βρίσκονται μέσα στο σπίτι. Πέρασε  όλη την 27η Δεκεμβρίου πίνοντας μπίρες και βλέποντας τηλεόραση δίπλα στη δολοφονημένη, από τα χέρια του, οικογένεια του.

Τρόμος στο Ράσελβιλ

Το πρωινό της 28ης Δεκεμβρίου σηκώθηκε και αποφάσισε ότι έπρεπε να εκδικηθεί και κάποια άτομα που θεωρούσε ότι τον είχαν αδικήσει. Πήγε στο Ράσελβιλ και μπήκε σε ένα δικηγορικό γραφείο. Πυροβόλησε και σκότωσε την ρεσεψιονίστ Κάθι Κέντρικ με την οποία ήταν ερωτευμένος αλλά τον είχε απορρίψει. Στη συνέχεια πήγε στα γραφεία πετρελαϊκής εταιρίας όπου σκότωσε τον υπάλληλο Τζει Ντι Τσάφιν και τραυμάτισε σοβαρά τον διευθυντή Ράστι Τέιλορ. Ακολούθησε το πολυκατάστημα στο οποίο είχε δουλέψει στο παρελθόν. Εκεί πυροβόλησε και τραυμάτισε δύο άτομα.

Τελευταίος του σταθμός ήταν τα γραφεία μιας μεταφορικής εταιρίας. Εκεί πυροβόλησε και τραυμάτισε μια υπάλληλο και στη συνέχεια κάθισε σε ένα γραφείο. Ήρεμος έπιασε κουβέντα με την τρομοκρατημένη γραμματέα και της είπε  ότι πλέον απλά περιμένει την αστυνομία. Όταν έφτασε παραδόθηκε χωρίς να φέρει καμία αντίσταση.

Το τέλος

Στο δικαστήριο ο Σίμονς δήλωσε ένοχος για όλα τα εγκλήματα και μάλιστα ζήτησε να μην ασκηθεί έφεση στην θανατική ποινή που του επιβλήθηκε. Σε δήλωση του ανέφερε ότι «δεν θέλει να γίνει καμία προσπάθεια να αλλάξει η ποινή του και να εκτελεί τάχιστα». Η στάση του Σίμονς εξόργισε τους θανατοποινίτες που θεωρούσαν ότι έτσι κάνει κακό στις δικές τους πιθανότητες να ανατρέψουν την ποινή τους. Έτσι πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε απομόνωση καθώς δεχόταν απειλές. Στις 31 Μαΐου 1990 ο τότε κυβερνήτης του Άρκανσο, Μπιλ Κλίντον, υπέγραψε την εντολή εκτέλεσης. Στις 25 Ιουνίου ο 50χρονος πλέον  Ρόναλντ Τζιν Σίμονς εκτελέστηκε με θανατηφόρο ένεση. Κανένα μέλος της οικογένειας, απ’ όσα άφησε εν ζωή, δεν ζήτησε το πτώμα το οποίο τελικά θάφτηκε σε νεκροταφείο φυλακής.

Αυταρχικός και κακοποιητικός σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του ο Σίμονς αντέδρασε βίαια όταν ένιωσε ότι χάνει τον έλεγχο και η ζωή που είχε… χτίσει κατέρρεε. Στο παρανοϊκό του μυαλό η οικογένεια του δεν είχε δικαίωμα επιλογής και αν τον άφηνε έπρεπε να πεθάνει.