Ησημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει πολλά και σημαντικά βήματα για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Βήματα απολύτως απαραίτητα με δεδομένη και την υστέρηση της προηγούμενης περιόδου. 

Όπως όμως έχουμε εξηγήσει αναλυτικά στο παρελθόν, η αποτροπή είναι και ζήτημα πρόσληψης (perception) του απέναντι.

Η Ελλάδα δεν χρειάζεται τόσο ένα νέο εθνικό δόγμα ασφαλείας όσο μια νέα κουλτούρα ασφαλείας, προσαρμοσμένη στη νέα διεθνή πραγματικότητα και βασισμένη σε μια ρεαλιστική όσο και πραγματιστική αντίληψη των κινδύνων και των ευκαιριών. Όσα εθνικά δόγματα ασφάλειας και αν συνθέσουμε στα χαρτιά, θα είναι άχρηστες σελίδες και κούφια λόγια εάν η εντύπωση που δημιουργείται είναι ανεπαρκής ή – ακόμη χειρότερα – οδηγεί σε συμπεράσματα που δεν συνάδουν με τους υποτιθέμενους στόχους μας.

Η επικοινωνιακή ευστοχία σε αυτά τα ζητήματα προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη συνειδητοποίηση της σχεδόν απόλυτης, σήμερα, εξαφάνισης των ορίων μεταξύ του εσωτερικού και εξωτερικού κοινού. Ως προς αυτή τη διάσταση, της επικοινωνιακής ευστοχίας, δυο πρόσφατες κυβερνητικές δηλώσεις δεν βοηθούν – αντίθετα προβληματίζουν.

Η πρώτη έγινε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ο οποίος, μεταξύ άλλων χρήσιμων και εποικοδομητικών, δήλωσε από το Νταβός ότι «δεν θα πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία, αλλά τα τελευταία τρία χρόνια βιώσαμε πολλές εντάσεις και όχι μόνο για το Καστελόριζο». Η δεύτερη έγινε από τον υφυπουργό άμυνας ο οποίος έκρινε σκόπιμο να διατυπώσει την άποψη ότι το «μήνυμα» της χώρας μας είναι «ειρήνη δια της υπέρτερης ισχύος».

Τα ακριβώς αντίθετα θα έπρεπε να συνθέτουν το «μήνυμα»: ο πόλεμος με την Τουρκία δυστυχώς δεν μπορεί πια να αποκλειστεί εξαιτίας της ριψοκίνδυνης, απρόβλεπτης και ανοιχτά αναθεωρητικής στάσης της, γι’ αυτό και η Ελλάδα πέρα από την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο επιχειρεί να χτίσει και να διατηρήσει μια απαραίτητη ισορροπία ποιοτικής ισχύος. Απαραίτητη και για τα εθνικά συμφέροντα και για τη σταθερότητα της περιοχής.

Ελπίζω ότι δεν χρειάζεται να επισημάνουμε πόσο ακατανόητη είναι η άποψη περί «υπέρτερης ισχύος» όταν ακούγεται προς τα έξω και δη από Αμερικανούς αξιωματούχους, πολλοί εκ των οποίων επιμένουν ότι η Τουρκία έχει εξασθενήσει και χρειάζεται άμεση ενίσχυση ενόψει και της συνεχιζόμενης κρίσης με την Ρωσία. Ήδη η Βρετανία συζητά την κάλυψη του κενού με την ενίσχυση της τουρκικής αεροπορίας και του τουρκικού ναυτικού.

Από την πλευρά της, η τουρκική πλευρά έχει κατανοήσει τη σημασία της επικοινωνιακής διάστασης που όμως συναντά αντικειμενικές δυσκολίες όταν καλείται να υπηρετήσει έναν υπερβολικά ριψοκίνδυνο αναθεωρητισμό στην περιοχή ενώ παράλληλα εμποδίζει και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.

Στο ευρύτερο επικοινωνιακό πλαίσιο είδαμε και τα τουρκικά fake news για τον Έβρο, στην αποκάλυψη των οποίων οδήγησε η ερευνητική δημοσιογραφία της Βασιλικής Σιούτη. Έγκυρα διεθνή μέσα (όπως προχθές η Neue Zürcher Zeitung) έχουν πια αποδεχτεί ότι η αποκαλούμενη από τους απατεώνες αλλά και τους εύπιστους «Μαρία του Έβρου» είναι ανύπαρκτη. Δυστυχώς, ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό ακούστηκε μια καθαρή συγγνώμη.

Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο στην οποία η πιθανότητα εκτροπής στην Τουρκία είναι υπαρκτή. Η σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας υφίσταται επί δεκαετίες και διαφορετικοί παράγοντες (εσωτερικοί, διακρατικοί, περιφερειακοί, διεθνείς) δρουν ως στοιχεία επιβράδυνσης ή επιτάχυνσης της συγκρουσιακής δυναμικής. Βρισκόμαστε, δυστυχώς, σε φάση επιτάχυνσης ενόψει των εκλογών και στις δυο χώρες, όμως υπάρχουν και παράγοντες που μπορούν να μετριάσουν τον ρόλο των επιταχυντών

από liberal.gr