1989 οι αρχαιολόγοι έκαναν μια τρομερή ανακάλυψη στην ιστορία των εκλογών: βρήκαν ένα μικρό λόφο με πάνω από 7.500 όστρακα, κατά πάσα πιθανότητα από δημοψήφισμα του 471 π.Χ. Αυτά τα σπασμένα κεραμικά με ονόματα πολιτικών, ήταν ψήφοι που δεν χρησιμοποιούνταν για να εκλέξουν κάποιον αρχηγό, αλλά απεναντίας για να τον διώξουν. Και για να μην τους στοιχίζει πολύ η υπόθεση, αντί να χαλάνε ακριβούς εισαγόμενους παπύρους, χρησιμοποιούσαν τον άφθονο και πάμφθηνο πηλό. Όποιος εξοστρακιζόταν, στην αρχαία Ελλάδα δεν επιτρεπόταν για δέκα χρόνια να πλησιάσει στην Αθήνα κοντύτερα από την Γεραιστό (σημερινή Κάρυστο στην Εύβοια).

Σε κάθε όστρακο ήταν γραμμένο το όνομα του πολιτικού που οι πολίτες αποφάσιζαν να εξοριστεί. Στην ουσία όλοι ήξεραν ότι η δεκαετία δεν θα τηρείτο, διότι ήταν εξάλλου στην ουσία ένα προληπτικό και όχι τιμωρητικό μέτρο και, π.χ. τον πατέρα του Περικλή τον εξόρισαν και μετά τον ξαναφέρανε στην Αθήνα και τον έκαναν και αρχηγό του στόλου. Για να εξοστρακιστεί κάποιος που θεωρείτο ότι ήταν απειλητικός για την δημοκρατία ή προκαλούσε αναταραχή στην κοινωνία, έπρεπε να τον “μαυρίσει” ικανός αριθμός. Πολλές φορές οι υποψήφιοι ήταν δύο και τρεις. Ξαπόστελναν όποιον μάζευε τα πιο πολλά όστρακα, ενώ κατ΄ άλλους υπήρχε ένα ελάχιστο όριο.

ADVERTISING

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, για να είναι έγκυρη η οστρακοφορία έπρεπε να συμμετέχουν τουλάχιστον 6.000 πολίτες. Εντούτοις κατά τον Φιλόχορο αυτός ο αριθμός ήταν ο ελάχιστος για όσους ήθελαν να “μαυρίσουν” έναν συγκεκριμένο πολιτικό. Στο τρίτο βιβλίο του ο Φιλόχορος (περί το 300 π.Χ.) αναφέρει συγκεκριμένα ότι ήταν έθιμο πριν από την όγδοη πρυτανεία (ίσως Γενάρη ή Φλεβάρη), οι πολίτες να αποφασίζουν αν θα έπρεπε κάποιος αυτή τη χρονιά να εξοστρακισθεί. Συνήθως η απόφαση ήταν “όχι”.

Αν όμως η απόφαση ήταν “ναι”, τότε η Αγορά έκλεινε με μετακινήσιμα εμπόδια γύρω γύρω και έμεναν μόνον δέκα είσοδοι ανοιχτές, μια για την κάθε φυλή της Αττικής, ώστε από εκεί να εισέρχονται οι ψηφοφόροι. Είχαν χαραγμένο ή έβρισκαν έτοιμο χαραγμένο έξω από την Αγορά το όστρακο με το όνομα που ήθελαν. Όταν το έδιναν στην επιτροπή μέσα στην Αγορά, για το ανώνυμο της ψηφοφορίας, έπρεπε το κοίλο κομμάτι να είναι ανάποδα. Σύμφωνα με τον Φιλόχορο, αν κατά την καταμέτρηση κάποιος είχε πάνω από 6.000 όστρακα με το όνομά του, εξοστρακιζόταν, αφού προηγουμένως του δινόταν ένα μικρό περιθώριο χρόνου για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του.

Φεύγα και πάρε μαζί και την…
Μαζί με το όνομα και το πατρώνυμο, μερικοί χάραζαν και τα απωθημένα τους, γιατί τα κοσμητικά επίθετα δεν καθιστούσαν άκυρο το πήλινο “κουκί”. Στον εξοστρακισμό του Μεγακλή, π.χ. έγραψε κάποιος “Μεγακλής, φιλοχρήματος” και άλλος “Μεγακλής, μοιχός”. Στον εξοστρακισμό του Κίμωνα κάποιος έγραψε “Κίμων, Μιλτιάδου, φύγε και πάρε και την Ελπινίκη μαζί σου”. Το τελευταίο ήταν κουτσομπολιό ή πραγματικότητα, καθώς φημολογείτο ότι ο Κίμωνας είχε ερωτικές σχέσεις με την ετεροθαλή αδελφή του. Σε άλλο όστρακο διαβάζουμε “Καλλίξενος ο προδότης” και “Λέαγρος Γλαύκωνος, συκοφάντης”. Μερικά ήταν ακόμα πιο αναλυτικά, όπως για τον πατέρα του Περικλή: “Ξάνθιππος, Αρίφρονος, μακράν ο πιο καταραμένος μεταξύ των αμαρτωλών”.

αρχαια

Μερικά από αυτά τα σχόλια μπορεί να έκρυβαν απλώς προσωπικά μίση και πάθη εναντίον των υποψηφίων, ενώ άλλα είναι αμφίσημα. Για παράδειγμα βρέθηκαν όστρακα που έγραφαν τη λέξη “λιμός”. Αυτό δεν ξέρουμε αν ήταν τρόπον τινά ψήφος διαμαρτυρίας για την πείνα στην Αθήνα ή αν εξέφραζε τις πεποιθήσεις της εποχής εκείνης και τις δεισιδαιμονίες. Σε κάποιες πόλεις για παράδειγμα όταν οι κάτοικοι πεινούσαν ή αντιμετώπιζαν αρρώστιες, ακολουθούσαν μια τελετουργία, όπου έβρισκαν έναν αποδιοπομπαίο τράγο και τον εξόριζαν χωρίς ψηφοφορία από την πόλη, θεωρώντας ότι μαζί του θα έφευγε και το κακό. Συνήθως εκείνος που έδιωχναν ήταν δούλος. Εξοστράκιζαν πολίτες και στις Συρακούσες, αλλά εκεί έγραφαν τα ονόματα σε φύλλο ελιάς και η διαδικασία λεγόταν “πεταλισμός”.

Από περίπου το 487 μέχρι το 416 π.Χ. ο οστρακισμός ή εξοστρακισμός στην Αθήνα ήταν μια διαδικασία με την οποία οι πολιτες μπορούσαν να εξορίζουν κάποιον με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς δίκη, ακόμα κι αν δεν είχε υποπέσει σε απολύτως κανένα αδίκημα. Δεν ήταν θετική ψήφος, αλλά αρνητική. Όταν ο πολίτης αποφάσιζε να εξοριστεί κάποιος, ουσιαστικά έμμεσα ψήφιζε να κατισχύσει ο αντίπαλός του, δεδομένου ότι κατά κανόνα η διαμάχη ήταν μεταξύ δύο πολιτικών, αριστοκρατικών ή δημοκρατικών. Από την άλλη, το ότι ψήφιζε κάποιος να φύγει π.χ. ο αρχηγός των αριστοκρατικών, δεν σήμαινε απαραιτήτως ότι ενέκρινε εγκαρδίως τον αντίπαλό του, απλά θεωρούσε χειρότερο εκείνον που εξοριζόταν.

Η συνήθεια ξεκίνησε με το σκεφτικό να ξεφορτώνεται η πολιτεία τους εν δυνάμει τυράννους. Στην πορεία όμως εξελίχθηκε σε μια σταθερή απειλή του λαού εναντίον των ισχυρών πολιτικών και ήταν ένας τρόπος ελέγχου της εξουσίας. Η διαδικασία ήταν απλή: όταν οι Αθηναίοι αποφάσιζαν ότι έπρεπε να γίνει οστρακοφορία, όριζαν ημερομηνία, συνήθως ένα-δυο μήνες μετά την απόφαση. Αυτό έδινε χρόνο στο λαό να σκεφτεί και να αποφασίσει πιο ψύχραιμα και όχι εν βρασμώ. Επίσης έδινε περιθώριο στους υποψήφιους να τα βρούνε μεταξύ τους. Στόχος θεωρητικά ήταν να αποφευχθούν οι δίκες που “άναβαν τα αίματα”. Η εξορία του ενός ισχυρού άνδρα, αυτομάτως έφερνε την πολιτική γαλήνη, ενώ οι πολλές συζητήσεις και οι δίκες απεναντίας όξυναν τα πνεύματα.

Για να εξοριστεί κάποιος, θα έπρεπε το όνομά του να γραφτεί σε ικανό αριθμό “ψήφων” ή πάντως σε περισσότερες από του ή των άλλων υποψηφίων. Με αυτό τον τρόπο οι Αθηναίοι, καλώς ή κακώς, ξεφορτώθηκαν πάνω από δώδεκα πολιτικούς. Η Αθηναϊκή δημοκρατία επέτρεπε τότε την άμεση συμμετοχή των πολιτών στην κυβέρνηση, με εξαίρεση τις γυναίκες, τους δούλους και όσους είχαν γεννηθεί σε άλλη πόλη. Αν και ο αριθμός των πολιτών που ειχαν δικαίωμα ψήφου μπορεί κατά καιρούς να έφθανε και τις 60.000, στην πράξη οι συμμετέχοντες ενεργά ήταν πολύ λιγότεροι όπως φαίνεται και από τα όστρακα.

Ουδείς στο απυρόβλητο
Ακόμα και ο Περικλής βρέθηκε κάποτε υποψήφιος για οστρακισμό, όταν οι αντίπαλοί του θεώρησαν πολύ φιλόδοξα το έργο του Παρθενώνα και άλλων μνημείων που στόλιζαν την πόλη των Αθηνών, αφού κατασκευάζονταν με λεφτά που είχαν συγκεντρωθεί για αμυντικούς σκοπούς. Ο Θεμιστοκλής μπορεί με το ναυτικό και τις πανουργίες του να νίκησε στη Σαλαμίνα και με άλλα μέτρα στο εσωτερικό να γοήτευσε τη φτωχολογιά, αλλά δεν γλίτωσε τον εξοστρακισμό όταν οι Αθηναίοι έκριναν ότι το παράκανε. Εξάλλου και ο ίδιος στο παρελθόν είχε ξεφορτωθεί με εξοστρακισμό πάνω από δύο αντιπάλους του.

Οι ψηφοφορίες με γραπτά μέσα ήταν ασυνήθιστες στην Αθηναϊκή δημοκρατία και οι υποψήφιοι για πολλά αξιώματα επιλέγονταν συχνά με κλήρωση. Στη διάρκεια συναθροίσεων για την υπερψήφιση ή καταψήφιση νόμων, οι πολίτες αποφάσιζαν δια ανατάσεως της χειρός. Το πώς τους ήρθε η ιδέα για το όστρακο, είναι άγνωστο. Το πρώτο όστρακο που καταγράφει η ιστορία βρέθηκε το 1853 και μέχρι το 1900 είχαν βρεθεί 1.600 συνολικά σε διάφορα σημεία των Αθηνών, όπως στην Αγορά. Ήταν λοιπόν αξιοσημείωτο όταν οι Γερμανοί αρχαιολόγοι άρχισαν να βρίσκουν χιλιάδες όστρακα στον Κεραμεικό πολύ αργότερα. Αυτές οι ψήφοι, που είχαν πεταχτεί στο ρέμα του Ηριδανού, ήταν από πηλό, από σπασμένα κομμάτια από αγγεία ως επί το πλείστον ή από κεραμίδια για στέγες ή από “φωτιστικά” της αρχαιότητας.

Οι ανασκαφές στον Κεραμεικό συνεχίστηκαν μέχρι το 1969 και άρχισε αμέσως η μελέτη τους, αλλά μόλις το 2018 ο Γερμανός αρχαιολόγος Stefan Brenne εξέδωσε έναν πλήρη κατάλογο με 9.000 όστρακα. Όλα αυτά είχαν βρεθεί από ανασκαφές στον Κεραμεικό από το 1910 μέχρι το 2005. Από την συλλογή αυτών των οστράκων, οι περισσότερες ψήφοι ήταν κατά του Μεγακλή, που προφανώς ήταν αντιπαθής σε πολλούς λόγω του επιδεικτικού και πολυτελούς τρόπου ζωής του. Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι ο Μεγακλής εξοστρακίσθηκε το 486 π.Χ., αλλά αυτή η χρονιά δεν επιβεβαιώνεται από τα υπόλοιπα αρχαιολογικά ευρήματα. Άλλα όστρακα που βρέθηκαν στον Κεραμεικό ανέφεραν ονόματα πολιτικών που άρχισαν να αναμιγνύονται από όσο γνωρίζουμε στα κοινά μετά περίπου το 470 π.Χ. Αυτό έκανε τους αρχαιολόγους να συμπεράνουν ότι ο Μεγακλής ξαναγύρισε στην Αθήνα και εξοστρακίσθηκε για δεύτερη φορά, το 471 π.Χ.

Οι ψήφοι συχνά αφορούσαν και άλλα άτομα που οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή τους. “Μαυρίζονταν” κι αυτοί από αρκετούς όπως δείχνουν τα όστρακα. Απλά οι συγγραφείς κατά την αρχαιότητα μνημόνευαν τους κυριότερους πολιτικούς, καθώς η ιστορία γραφόταν στην ουσία ή από αυτές τις σημαίνουσες προσωπικότητες ή από τους εξίσου σημαντικούς αντιπάλους τους, από ισχυρά άτομα, στρατηγούς και πολιτικούς. Οι άλλοι που προτείνονταν για εξοστρακισμό και διαβάζουμε τα ονόματά τους, δεν θεωρούνταν από τους ιστορικούς και τόσο εξέχοντες ώστε να τους μνημονεύουν. Σίγουρα όμως δεν ήταν ασήμαντοι, αφού είχαν εκατοντάδες εχθρούς που ψήφισαν για την εξορία τους.

“Σταυρωμένα ψηφοδέλτια”
Οι ασυνήθιστες παρατηρήσεις πάνω στα όστρακα, καθώς και άλλες “παρατυπίες”, ή και διεγραμμένα ονόματα, δείχνουν ότι δεν είχε καθοριστεί κάποιος αυστηρός κανόνας για το τι θα έγραφαν πάνω στο όστρακο οι ψηφοφόροι, εκτός από το όνομα και το επώνυμο, δηλαδή το όνομα του πατρός. Πολλοί ψηφοφόροι χάραζαν μάλλον μόνοι τους τα ονόματα, ενώ σε κάποιους ίσως δίνονταν έτοιμα. Επειδή βρέθηκαν εκατοντάδες όστρακα με το όνομα του Θεμιστοκλή σε ένα πηγάδι στη βόρεια πλαγιά της Αθηναϊκής Ακρόπολης χωρίς να έχουν χρησιμοποιηθεί, κάποιοι θεώρησαν ότι επρόκειτο ίσως για καλπονοθεία ή πάντως για προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης. Επίσης σε ένα σημείο βρέθηκαν 190 μαζεμένα, και οι αρχαιολόγοι έκριναν ότι τα είχαν γράψει 14 άτομα. Θεωρήθηκε κι αυτό ύποπτο.

Ομως δεν είναι βέβαιο ότι εξαγοράζονταν ψήφοι και ότι έδιναν “σταυρωμένα” ψηφοδέλτια την εποχή εκείνη. Μπορεί η ερμηνεία να είναι πιο αθώα: όσοι δεν ήξεραν να γράφουν ή βαριούνταν να χαράζουν στο κεραμικό, ζητούσαν από επαγγελματίες έτοιμα όστρακα. Και του Περικλή μπορεί να ήταν απλώς έτοιμα, αλλά να ακυρώθηκε εκείνη τη χρονιά η οστρακοφορία και έτσι να πετάχτηκαν. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν πάντως αρκετά κομμάτια οστράκων που ταίριαζαν μεταξύ τους, σαν να ήταν κομμάτια του ίδιου σπασμένου δοχείου, καθώς και ένα χειρόγραφο. Ίσως λοιπόν ήταν μια αποδεκτή συνήθεια, κάποιοι να βοηθούν τους ψηφοφόρους να χαράζουν τα ονόματα στα σπασμένα κεραμικά.

Ο Πλούταρχος γράφει ότι ο τελευταίος εξοστρακισμός έγινε το 416 π.Χ. όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι Αλκιβιάδης και Νικίας, συνειδητοποιώντας ότι και οι δύο αντιμετώπιζαν τον ίδιο κίνδυνο, να εξοριστούν, ένωσαν τις δυνάμεις τους για στρέψουν τους ψηφοφόρους εναντίον του τρίτου υποψηφίου, του Υπέρβολου, ο οποίος και τελικά εξοστρακίσθηκε. Το αποτέλεσμα πιθανόν έκανε πολλούς Αθηναίους να αγανακτήσουν και η πρακτική αυτή πήρε τέλος. Όμως δεν είναι βέβαιο ότι αυτή ήταν η αιτία του τέλους. Πιθανόν οι εξοστρακισμοί να σταμάτησαν όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί “γραφής παρανόμων” για επικίνδυνους πολιτικούς. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος νόμος και ξέρουμε μόνον ότι ίσχυε σίγουρα το 371 π.Χ., δηλαδή μισό αιώνα μετά τον τελευταίο εξοστρακισμό. Οπότε ο λόγος που εγκαταλείφθηκε αυτός ο τρόπος “μαυρίσματος” δεν είναι σαφής.

Πηγή: SLpress.gr