Του Γιώργου Χαρβαλιά

Όσοι επιχειρούν να ερμηνεύσουν το μυστήριο της υποψηφιότητας Μπελέρη με πολιτικούς όρους μάλλον αδίκως σπαζοκεφαλιάζουν. Τα μπρος – πίσω του… «εθνικού κυβερνήτη» δεν ερμηνεύονται με παραμέτρους συμβατικής κομματικής στρατηγικής. Για τη βοήθεια της συζήτησης, όμως, καλό είναι να ξεκινήσουμε με δύο βασικά αξιώματα. Πρώτο και ακλόνητο: στην αγωνία της να διατηρήσει την εξουσία η φαμίλια Μητσοτάκη είναι ικανή να συμμαχήσει και με τον Διάβολο. Το έχει αποδείξει.

Το δεύτερο αξίωμα αφορά τη συνέπεια της αλβανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Αλβανία μπορεί να παραμένει το πλέον υποανάπτυκτο κράτος των Βαλκανίων, αλλά έχει αποδείξει ότι διαθέτει εθνικό όραμα – μεγαλοϊδεατικού χαρακτήρα. Μπροστά στην προάσπιση των συμφερόντων του «δικού τους» πληθυσμού, εντός και εκτός συνόρων, οι Αλβανοί πολιτικοί ομονοούν, διαμορφώνουν κοινούς στόχους και χαράσσουν απαράβατες «κόκκινες γραμμές». Σε απόλυτη αντίθεση με τους σημερινούς Έλληνες κοινοβουλευτικούς που, πλην λίγων εξαιρέσεων, προτάσσουν τα κομματικά κελεύσματα και, αν χρειαστεί, κάνουν τις πάγιες εθνικές θέσεις… λαστέξ για παχουλές.

Ο Φρέντι Μπελέρης αναμφίβολα εκνευρίζει τους Αλβανούς. Γιατί συμβολίζει την ανυποταξία της Χειμάρρας. Είναι ένας αγωνιστής με πατριωτική συνείδηση, ίσως λιγότερο εμβληματικός από τον Κώστα Κυριακού της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, που πέρασε εννέα χρόνια στα αλβανικά κάτεργα, σε συνθήκες πολύ πιο δύσκολες από αυτές του Μπελέρη, και παρ’ όλα αυτά δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να δίνει μάχες με άμεσο κίνδυνο της ζωής του.

Ο Κυριακού κατεβαίνει σήμερα υποψήφιος ευρωβουλευτής με το κόμμα ΝΙΚΗ, που μπορεί να μην έχει δοκιμαστεί στην εξουσία, αλλά έχει ξεκάθαρες θέσεις γύρω από το Βορειοηπειρωτικό. Και μακάρι να εκλεγεί, γιατί είναι βέβαιο ότι άνθρωπος που πέρασε από τέτοιες δοκιμασίες δεν θα υποστείλει ποτέ τη σημαία. Σας το λέω μετά λόγου γνώσεως.

Ο Μπελέρης, αντιθέτως, αποφάσισε να μετάσχει στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη που θεωρητικώς υπερασπίζεται τα συμφέροντα του Ελληνισμού της Αλβανίας, αλλά, όταν βρέθηκε στην εξουσία, αποδείχθηκε ότι τα σεβάστηκε λιγότερο και από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του Ράμα. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτελεί -κατά γενική ομολογία- την επιτομή του μεταπολιτευτικού ενδοτισμού ακόμη και απέναντι σε διεθνείς οντότητες πολύ χαμηλής δυναμικότητας όπως αυτή της Αλβανίας.

Ο κ. Μπελέρης βίωσε στο πετσί του την εγκατάλειψη -για να μην πω την προδοσία- της μητέρας πατρίδας. Απεσταλμένοι του «εθνικού κυβερνήτη» πηγαινοέρχονταν στο κελί του μόνο και μόνο για να τον καθησυχάσουν με ψεύτικες υποσχέσεις, την ώρα που η Ελλάδα δεν έκανε τίποτα για να αναδείξει διεθνώς τη σκευωρία εις βάρος του – αντίθετα, μισοέκλεινε το μάτι στην ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας.

Το γιατί ο Μπελέρης πείσθηκε τελικά για τις καλές προθέσεις της Νέας Δημοκρατίας και αποφάσισε να συνεισφέρει στον εκλογικό της αγώνα είναι δική του υπόθεση. Ταλαιπωρημένος άνθρωπος, πιθανόν είδε και μια διέξοδο στην Ευρωβουλή προκειμένου να γλιτώσει από τις διώξεις. Σε κάθε περίπτωση, δική του είναι η απόφαση και απολύτως σεβαστή. Το πατριωτικό του φρόνημα δεν αμφισβητείται.

Ίσως πιο κρίσιμο είναι το ερώτημα αν με την εξέλιξη αυτή ωφελείται ο Ελληνισμός της Χειμάρρας. Όχι, λοιπόν, δεν ωφελείται, γιατί ανοίγει πλέον ο δρόμος διάπλατα στον Ράμα να πετύχει τον στόχο του: να επιβάλει τετελεσμένα και να ορίσει δικό του μοντέλο διοίκησης στον δήμο της μαρτυρικής πόλης.

Και τότε, γιατί ο «εθνικός κυβερνήτης» κατέληξε σε μια τέτοια επιλογή; Ξαναγυρνάμε στον αρχικό προβληματισμό, που δεν ερμηνεύεται με συμβατικούς όρους ακριβώς επειδή η συμβατικότητα στις επινοήσεις που μηχανεύεται η οικογένεια Μητσοτάκη για να παραμένει στην εξουσία είναι είδος άγνωστο.

Η Νέα Δημοκρατία προαισθάνεται το στραπάτσο που έρχεται στις ευρωεκλογές – από τα δεξιά. Επειδή όμως ο ενδοτισμός έχει καταστεί πλέον επίσημο δόγμα διπλωματίας, αρκετοί σύμβουλοι του πρωθυπουργού δίστασαν να προτείνουν τη λύση Μπελέρη ως μια «πατριωτική ένεση» σε ένα… ποταμίσιο ψηφοδέλτιο. Η άτυπη υπουργός Εξωτερικών, έχοντας αφήσει ιστορία ως επικεφαλής της πρεσβείας μας στα Τίρανα, όρθωσε το ανάστημά της – που είναι και ομολογουμένως επιβλητικό. Προειδοποίησε ότι μια τέτοια «μεταγραφή» θα εξαγριώσει τον Ράμα και θα θέσει σε επικίνδυνη τροχιά τις σχέσεις μας με την Αλβανία.

Προς στιγμήν, ο «εθνικός κυβερνήτης» κλονίστηκε. Ώρες ήταν τώρα να χαλάσει η φιλία του με τον μαφιόζο της διπλανής πόρτας. Αντισυμβατικός όμως στη σκέψη του, βρήκε τη διέξοδο. «Εντάξει, ας μη βάλουμε τον ίδιο» είπε. «Έναν συγγενή του έστω, με το ίδιο επίθετο».

Προς τιμήν της, η οικογένεια Μπελέρη δεν δέχτηκε. «Ή τον Φρέντι ή κανέναν» ήταν η απάντηση.

Ο «εθνικός κυβερνήτης» πάλι βυθίστηκε σε απόγνωση. Το μυαλό του έκανε μαύρες σκέψεις: «Είναι κι αυτός ο Αμερικανός που έχει χαλάσει τον κόσμο ότι φυλλορροούμε προς τα δεξιά… Ο Βελόπουλος καλπάζει. Αλλά πώς δεν θα στεναχωρήσουμε τον Ράμα;»

Στα δύσκολα, τις λύσεις δίνει ενίοτε η οικογενειακή αλληλεγγύη. Που, στην περίπτωση της φαμίλιας Μητσοτάκη, είναι άγραφος κανόνας. Την πρώτη ευγενική χειρονομία προς τους Αλβανούς, άλλωστε, την είχε κάνει η Ντόρα πριν από λίγες μέρες. Με μια θεαματική πιρουέτα, που έστειλε τους Σέρβους στα κάγκελα, άλλαξε την εισήγησή της προς την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, καλωσορίζοντας το Κοσσυφοπέδιο στον οργανισμό.

Η κίνησή της προκάλεσε σάλο. Ο Σέρβος πρόεδρος την κατηγόρησε δημοσίως για εξαπάτηση και αθέτηση των υπεσχημένων με οδηγίες ξένου (Γερμανού) υποβολέα. Η κυβέρνηση έκανε μία εβδομάδα να απαντήσει σε αυτές τις κατηγορίες. Και, όταν ρωτήθηκε σχετικά, ο εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης άρχισε να λέει κάτι μασημένα, ότι η κυρία Μπακογιάννη έχει τη δική της άποψη, αλλά η ελληνική θέση δεν έχει αλλάξει. Ε, λοιπόν, ταυτόχρονα σχεδόν με την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Μπελέρη, η ελληνική θέση άλλαξε. Και όλοι οι βουλευτές της Ν.Δ. που συμμετείχαν στην Κοινοβουλευτική Διάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε αντίθεση με τους Κύπριους συναδέλφους τους, υπερψήφισαν τη θετική εισήγηση της Ντόρας που ανοίγει τον δρόμο για διεθνή αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου! Ακόμη και ο Ευριπίδης Στυλιανίδης, που βλέπει το… τρένο να έρχεται στη Θράκη, υπάκουσε στην (νέα) κυβερνητική γραμμή.

Έτσι, λοιπόν, όλοι είναι ευχαριστημένοι. Ο Ράμα, που σκοτίστηκε για τον Μπελέρη, αφού η Ελλάδα τού έκανε το απρόσμενο δώρο του Κοσσυφοπεδίου, η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η υφυπουργός, που φοβήθηκε προς στιγμήν μη θυμώσουν οι Αλβανοί, και βεβαίως ο «εθνικός κυβερνήτης», που σκαρφίστηκε τη λύση.

Μην παιδεύεστε, επομένως. Αυτό ήταν το παρασκήνιο της… ξεχειλωμένης υποψηφιότητας Μπελέρη. Σκοτεινό, άθλιο και… φτηνό.