— Μακεδονία – Θράκη

Παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο και αποτυπώνουν παλιές συνήθειες, που η σύγχρονη εποχή δεν έχει καταφέρει να τις εξαφανίσει. Τα έθιμα των Χριστουγέννων διαφέρουν από τόπο σε τόπο, έχουν, όμως, έναν κοινό παρονομαστή: την ελπίδα που φέρνει η γέννηση του Χριστού.

Στη Φλώρινα, οι κάτοικοι υποδέχονται τη γέννηση του Χριστού ανάβοντας μεγάλες φωτιές στις 12 τα μεσάνυχτα της 23ης προς την 24η Δεκεμβρίου. Οι Φωτιές της Φλώρινας συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Φωτιές ανάβουν επίσης και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.

Τα παιδιά της κάθε γειτονιάς αρχίζουν τότε να μαζεύουν ξύλα από κέδρο, να τα βάζουν σε ένα ασφαλές μέρος, για να μη τους τα κλέψουν παιδιά από άλλες γειτονιές και ορίζουν ένα φύλακα για κάθε βραδιά.

Αν τα παιδιά καταφέρουν να κλέψουν ξύλα που προορίζονται για τη φωτιά μιας άλλης γειτονιάς, στήνουν γλέντι για το πανηγυρίσουν, ενώ ο ντροπιασμένος θεωρείται ο φύλακας που του έκλεψαν τα ξύλα. Παλιότερα ήταν τόσο μεγάλη η ντροπή για εκείνον που άφησε να του κλέψουν τα ξύλα, που ούτε στο σχολείο δεν τολμούσε να πάει την άλλη μέρα.

Στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπω» που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη. Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές, φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπω», δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο, οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχτούν.

Στη Σιάτιστα Κοζάνης αναβιώνουν οι «κλαδαριές», τα «κόλιαντα» και τα «μπουμπουσάρια». Οι «κλαδαριές» είναι οι φωτιές που ανάβονται κάθε χρόνο για να ζεστάνουν τον Χριστό. Τα «κόλιαντα» είναι τα κάλαντα στο τοπικό σιατιστινό ιδίωμα, ενώ την ημέρα των Θεοφανίων αναβιώνουν τα «μπουμπουσάρια», δηλαδή τα καρναβάλια με το καθαρά σιατιστινό Αϊβασιλιάτικο χορό.

Όπως γράφει ο λαογράφος Γεώργιος Μπόντας, παλαιότερα τα παιδιά της κάθε γειτονιάς, από τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου έκαναν ομάδες και φρόντιζαν να συγκεντρώσουν ξερά χόρτα, τα φουρφούρια (Γεράνεια) ή λόζιο (Χώρα), για να έχουν το απαραίτητο σύνολο ξερών χόρτων, με το οποίο θα τροφοδοτήσουν τη φωτιά, τη λεγόμενη «κλαδαριά», που θα ανάψουν στις 23 Δεκεμβρίου το βράδυ.

Το μεσημέρι της παραμονής Πρωτοχρονιάς, στους δρόμους και τις πλατείες πολλών μακεδονικών πόλεων εκτυλίσσεται η γιορτή του μαγκαλιού. Ο κόσμος αποχαιρετά τον παλιό χρόνο ψήνοντας χοιρινό στο μαγκάλι. Από παλιά, το χοιρινό αποτελούσε κύριο πιάτο των εορτών μετά τη 40ήμερη νηστεία. Οι οικογένειες τάιζαν το γουρούνι, προσπαθώντας να το παχύνουν και το έσφαζαν για το εορταστικό τραπέζι.

Τα Θεοφάνια στη Μακεδονία αναβιώνουν τα «ραγκουτσάρια» στην Καστοριά, οι «φωταράδες» στη Χαλκιδική, τα «τζαμαλάρια» στην Αρνισσα Πέλλας και οι «προδρομίτες» στην Πιερία.

Στην ανατολική Μακεδονία ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εορτασμός των Θεοφανίων στη Δράμα, με πληθώρα εκδηλώσεων και δρώμενων. Σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της καλοχρονίας, δηλαδή η καλή υγεία και η πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Μαύρες κάπες, δέρματα ζώων, μάσκες, κουδούνια και θόρυβοι, στάχτη και σταχτώματα, χοροί και αγερμοί, αναπαράσταση οργώματος και σποράς, πλούσιο φαγοπότι και ευχές επιδιώκουν να επενεργήσουν στην καρποφορία της φύσης.

Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από την πόλη της Δράμας βρίσκεται το Μοναστηράκι, όπου κάθε χρόνο, στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανίων, αναβιώνει το έθιμο των Αράπηδων. Έχει τις ρίζες του στην αρχαία ελληνική θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στις διονυσιακές τελετές, ενώ έχει δεχτεί και χριστιανικές επιρροές.

Οι Αράπηδες είναι μια εθιμική παράσταση (δρώμενο) με έντονα την υπερβολή, το μαγικό και το λατρευτικό στοιχείο, στην οποία συμμετέχουν οι κάτοικοι της περιοχής. Είναι μία από τις μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου) που γίνονται στο Νομό Δράμας και πιο συγκεκριμένα στο Μοναστηράκι, στο Βώλακα, στην Πετρούσα, στον Ξηροπόταμο, στους Πύργους και στην Καλή Βρύση.

Το ίδιο έθιμο συναντάμε και στα χωριά Βώλακας, Πετρούσα και Ξηροπόταμος. Αναβιώνει, επίσης, κάθε χρόνο και στη Νίκησιανη του Δήμου Παγγαίου στο νομό Καβάλας.

Οι Μωμόγεροι, ένα είδος λαϊκού παραδοσιακού θεάτρου, αναβιώνει στους Σιταγρούς και Πλατανιά, χωριά όπου υπάρχουν πρόσφυγες από τον Πόντο. Η ονομασία Μωμόγεροι προέρχεται από τις λέξεις μίμος και γέρος, από τις μιμητικές κινήσεις που κάνουν οι πρωταγωνιστές με μορφή γεροντικών προσώπων. Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται όλο το Δωδεκαήμερο (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνια).

Στο νησί της Θάσου οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο: Το σπόρδισμα των φύλλων. Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μία ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.

Στην πόλη της Καβάλας, πολλοί κάτοικοι διατηρούν ακόμα κάποια από τα έθιμα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, όπως το σπάσιμο του ροδιού μπροστά στην είσοδο του σπιτιού για καλή τύχη, αλλά και η μεταφορά μιας πέτρας -συνήθως από το μικρότερο μέλος της οικογένειας- στο εσωτερικό του σπιτιού για να είναι στέρεο το σπίτι και γερή ολόκληρη η οικογένεια τη νέα χρονιά.

Με θέματα που προέρχονται τόσο από τη σύγχρονη πραγματικότητα, όσο και από τη λαϊκή παράδοση, οι κάτοικοι της Αλεξανδρούπολης συμμετέχουν στις Χριστουγεννιάτικες Γιορτές, που αποτελούν μία ευκαιρία υπόμνησης της πλούσιας σε ήθη, έθιμα και τραγούδια παράδοσης της Θράκης. Από τα έθιμα αυτά ξεχωρίζουν τα πολλά χριστουγεννιάτικα τραγούδια της, γνωστά και ως «Ρουγκάτσια», και εδέσματα όπως τα εννιά νηστίσιμα φαγητά και η «μπάμπο».

— Θεσσαλία

Ένα από πιο χαρακτηριστικά έθιμα των Τρικάλων είναι η λεγόμενη «Γουρνοχαρά».

Ανήμερα των Χριστουγέννων, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία κι έπειτα αφού τελειώσει η Θεία Λειτουργία, σε σπίτια και αυλές ψήνουν «τη γουρνάδα». Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα τα παιδιά τα ψάλλουν είτε την παραμονή είτε ανήμερα. Παλαιότερα, η κάθε παρέα που έλεγε τα κάλαντα χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών με ξύλα και μόλις η νοικοκυρά τους άνοιγε κατευθύνονταν στο τζάκι και ανακάτευαν τη φωτιά με το ξύλο, λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά.

Χαρακτηριστικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς είναι η βασιλόπιτα. Οι γυναίκες του σπιτιού, κάνουν ζυμάρι, στο οποίο τοποθετούν νόμισμα, ένα κομμάτι κλήμα, άχυρο ή χορταράκι, μία μικρή πέτρα όπως κι ένα σπόρο καλαμποκιού. Στο μεσημεριανό τραπέζι ο νοικοκύρης του σπιτιού θα κόψει τη βασιλόπιτα, αφού πρώτα τη φέρει τρεις φόρες γύρω στο ταψί. Στη συνέχεια θα τη μοιράσει σε κομμάτια με σειρά ηλικίας σε όλα τα μέλη της οικογένειας.

Σε όποιον πέσει το κλήμα θα έχει πολλά σταφύλια, σε όποιον πέσει η μικρή πέτρα θα είναι δυνατός στην υγεία του, ενώ αυτός που θα πετύχει το άχυρο ή το χόρτο θα αποκτήσει πολλά ζώα, αυτός που θα πετύχει το νόμισμα θα γίνει πλούσιος και τέλος αυτός που θα πετύχει τα καλαμπόκι, θα κερδίσει τη φετινή σοδειά.

Ξεχωριστό «χρώμα» έχουν τα Χριστούγεννα για τους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας, τα έθιμα και οι παραδόσεις των ημερών στους οποίους έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο.

Η γιορτή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ασκούσε ανέκαθεν τεράστια επίδραση στην καραγκούνικη ψυχή, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο εκπαιδευτικός και μελετητής, Ζήσης Τζιαμούρτας.

Την παραμονή οι νοικοκυρές ήταν από νωρίς στο πόδι, προετοιμάζοντας με ιδιαίτερη φροντίδα και λαχτάρα τις κλούρες για τα μικρά παιδιά, που θα τραγουδούσαν στο χωριό την παραμονή, τις αυγοκλούρες, αλλά και τη Χριστουγεννιάτικη κότα.

Την παραγεμιστή κότα, όπως την έλεγαν, που στο εσωτερικό της έβαζαν λίγο ρύζι, σύκα, σταφίδες, εντόσθια από κοτόπουλο και κομμάτια από πρόσφορα για να είναι ευλογημένο το τραπέζι του Χριστού.

Πριν ξημερώσει, κατά τις τρεις, με τα καινούργια τους ρούχα και «καθαροί» από τη νηστεία των 40 ημερών έπαιρναν το δρόμο για την εκκλησία με ξεχωριστή ευλάβεια, για να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία και να πάρουν τη μεταλαβιά.

Όταν τελείωνε η λειτουργία, οι γυναίκες μοίραζαν στους ενορίτες, άλλες μέσα στο ναό, ψωμί, που είχαν στις κανίστρες και τηγανισμένα κοτόπουλα που είχαν σε χωμάτινα πιάτα και άλλες έξω στην αυλή για να πασχίσουν οι ψυχές των πεθαμένων, λέγοντας την ευχή «Χρόνια πολλά και ο Θεός σχωρεσ’».

Όταν όλοι οι χωριανοί έβγαιναν από την εκκλησία, στον αύλειο χώρο, χαρούμενοι και γελαστοί έλεγαν μεταξύ τους «Χρόνια πολλά». Δεν ασπάζονταν οι μικρότερες ούτε οι νύφες τα χέρια των μεγαλυτέρων, όταν μεταλάβαιναν τα άχραντα μυστήρια. Μερικοί δε τουφεκούσαν με τους γκράδες.

Και αυτό, εξηγεί ο κ. Τζιαμούρτας, για να απομακρυνθούν τα κακά πνεύματα που επενεργούν πάντοτε επικίνδυνα στις προσπάθειες των ανθρώπων, όπως πίστευαν.

Το μεσημέρι, όλη η οικογένεια, καθισμένη στην ψάθα γύρω από την τάβλα, έτρωγε την παραγεμιστή κότα και σούπα, αφού πρώτα έκαναν το σταυρό τους. Το γεγονός των Χριστουγέννων δεν το έψελναν μόνο μέσα στην εκκλησία οι Καραγκούνηδες, αλλά και τα μικρά παιδιά, ηλικίας 8-13 ετών, την παραμονή, γυρνώντας σε όλα τα σπίτια του χωριού πριν ακόμα χαράξει καλά.

Νέες ετοιμασίες έκαναν οι νοικοκυρές την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αργά τα μεσάνυχτα πήγαιναν στη βρύση και την άλειφαν με λίπα, ρίχνοντας νομίσματα, λίγο καλαμπόκι και στάρι. Οι νοικοκυρές σηκώνονταν τα χαράματα για να ζυμώσουν και να ψήσουν την βασιλοκλούρα, που ήταν μια μπουγάτσια από σιταρένιο αλεύρι και πάνω είχε κεντήματα με το ψαλίδι, λουλούδια και σταυρούς.

Μέσα σ’ αυτήν έβαζαν το φλουρί, ένα κλωναράκι κορομηλιάς, ένα σπυρί σιτάρι και λίγες τρίχες από την αγελάδα, σύμβολα ασφαλώς, εξηγεί ο εκπαιδευτικός, που κρύβουν ζωτική δύναμη, που είναι αναγκαία, για να εξασφαλιστεί η αφθονία και η ευημερία.

Όταν ξημέρωνε, όλη η οικογένεια έπαιρνε το δρόμο για την εκκλησία με τα γιορτινά τους ρούχα. Μεγάλος άγιος στις συνειδήσεις των Καραγκούνηδων είναι ο Βασίλειος. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, γυναίκες μοίραζαν στους ενορίτες τεμάχια βασιλοκλούρας και «πεντακάθαρο τυρί σαν την ψυχή του Άι-Βασίλη», που θα ήταν όλη τη χρονιά βοηθός τους και θα έφερνε ευτυχία στα σπίτια τους.

Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες, αυτή τη μέρα άνοιγαν τα ανατολικά παράθυρα των σπιτιών τους, για να μπει ο καινούργιος χρόνος. Για να είναι δε γερά τα ζώα και ιδιαίτερα τα πρόβατα, ο νοικοκύρης έπαιρνε τη βασιλοκλούρα, που έφτιαχνε γι” αυτά και πήγαινε στο μαντρί, όπου με το τσομπάνη έσπαζε την κλούρα στην πλάτη του κριαριού ή προβατίνας και έδινε μικρά τεμάχια για το καλό στα πρόβατα και τα έτρωγαν.

Το ίδιο έκανε και στο στάβλο των ζώων, όπου έσπαζε στη ράχη της αγελάδας την κλούρα. Το μεσημέρι, καθισμένοι όλοι στην ψάθα γύρω από το σοφρά περίμεναν με μεγάλη αγωνία και λαχτάρα την βασιλοκλούρα. Μόλιςτην έβαζε η νοικοκυρά πάνω στην τάβλα, ο σπιτονοικοκύρης την έκοβε σε ίσια κομμάτια. Ένα για το Χριστό και τα υπόλοιπα για τα μέλη της οικογένειας. Ο καθένας έπαιρνε από ένα κομμάτι.

Όποιος πετύχαινε τις τρίχες της αγελάδας θα έφτιαχνε πολλά ζώα, όποιος το κλωναράκι της κορομηλιάς θα είχε πολλά αμπέλια και δένδρα και όποιος κέρδιζε το σπυρί θα ήταν καλός και ευτυχισμένος γεωργός, με άφθονους καρπούς. Αν πετύχαινε το φλουρί, θα ήταν όλο το χρόνο ευτυχισμένος. Στην τάβλα τοποθετούσαν και ένα κουτάλι και πιρούνι γι’ αυτόν που ήταν στα ξένα, ή το στρατιώτη.

— Στερεά Ελλάδα

«Τσιγαρίθρες», λουκάνικα, «μπουμπάρια», «χριστόψωμα», «βασιλόψωμα», «βασιλοκουλούρες», μπακλαβάδες και πολλά κάλαντα είναι γεμάτα τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά στη Ρούμελη.

Τα έθιμα ξεκινούν από την παραμονή των Χριστουγέννων και ολοκληρώνονται μετά την Πρωτοχρονιά. Ξεκινούν με τη «χοιροσφαγή», αλλά και τον τρόπο με τον οποίο σφάζουν τα γουρούνια και φτάνει μέχρι το «πάντρεμα της φωτιάς». Συνοδεύονται με γλέντι, με κάλαντα και αρκετά μεγάλο τελετουργικό.

Στα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας και του Δομοκού, της Παρνασσίδας και της Δωρίδας η «σφαγή των χοίρων» η λεγόμενη «χοιροσφαγή» παίρνει ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Σχεδόν σε κάθε σπίτι υπάρχει γουρούνι. Οι κάτοικοι και οι προσκεκλημένοι σε ομάδες ξεκινούν το σφάξιμο από σπίτι σε σπίτι. Μάλιστα, προσδίδουν ένα τελετουργικό στη «χοιροσφαγή». Είναι απαραίτητο να υπάρχει φωτιά και ζεστό νερό, να υπάρχει κάρβουνο και λιβάνι και την ώρα που γίνεται η σφαγή, η νοικοκυρά, θα πρέπει να τα ρίξει πάνω στη σφαγή. Μάλιστα, στο στόμα του χοίρου συνηθίζεται να τοποθετούν ένα λεμόνι για να μένει ανοιχτό.

Στη συνέχεια τοποθετούν το χοιρινό ανάμεσα σε δύο ξύλα μεγάλα και αρχίζουν το «ξεπάστωμα». Όταν τελειώσουν όλους του χοίρους της γειτονιάς, αρχίζει το γλέντι, ενώ την ίδια ώρα οι νοικοκυρές ξεκινούν να φτιάξουν λουκάνικα «τσιγαρίθρες» και «μπουμπάρια». Σε ένα μεγάλο καζάνι ρίχνουν τμήματα από το λίπος του χοίρου που έχει και κομμάτια κρέας πάνω του, το βάζουν στη φωτιά και αυτό αρχίζει να λιώνει. Συλλέγουν το ρευστό λίπος σε δοχεία και ότι απομένει στο τέλος είναι «τσιγαρίθρες». Το «σβήνουν» με καλό κρασί και είναι από τους πρώτους μεζέδες στο γλέντι.

Τα πνευμόνια, τη σπλήνα και άλλα εντόσθια μαζί με πράσο, ρύζι και μυρωδικά οι νοικοκυρές στη Φθιώτιδα τα χρησιμοποιούν για να φτιάξουν «μπουμπάρια». Όλη αυτή τη μάζα την περνούν μέσα σ’ ένα έντερο και στη συνέχεια τα βράζουν για αρκετή ώρα. Από κει και μετά μεταφέρονται στο φούρνο για να ροδοκοκκινίσουν και αποτελούν έναν πρώτης τάξεως μεζέ για τις επόμενες μέρες.

Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων σε ορισμένες περιοχές όπως σε αυτές τις Λοκρίδας το «τσικνίζουν». Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τα ξημερώματα των Χριστουγέννων ανάβουν τις φωτιές και πριν ακόμα βγει ο ήλιος έχουν ήδη στήσει το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι με χοιρινά και μεζέδες.

Στα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας τα ξημερώματα των Χριστουγέννων συνηθίζουν να «αρραβωνιάζουν τη φωτιά». Οι νοικοκυρές τοποθετούν στο τζάκι ένα πολύ μεγάλο ξύλο κι εκείνη την ώρα σύμφωνα με την παράδοση ό,τι ζητήσεις μπορεί να γίνει. Βεβαίως, αυτό που θα ζητήσεις πρέπει να αφορά στα παιδιά και όχι στους παντρεμένους.

Όμως, μετά τους «αρραβώνες» έχουμε το «πάντρεμα της φωτιάς», που γίνεται τα ξημερώματα της πρωτοχρονιάς. Στο τζάκι την παραμονή της πρωτοχρονιάς μπαίνουν δύο μεγάλα ξύλα. Ο νοικοκύρης φροντίζει να είναι ακριβώς ίδια και να καίγονται το ίδιο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα δύο ξύλα συμβολίζουν την αλλαγή της ημέρας, αλλά και την αλλαγή του χρόνου. Η παράδοση επιμένει ότι όποια ευχή και αν κάνει κάποιος εκείνη τη μέρα, ακόμη και κατάρα, αυτή θα πιάσει τόπο.

Σε άλλες περιοχές της Φθιώτιδας αυτό έχει αντικατασταθεί με το «σπούρνι». Ένα μικρό παιδί κάθεται σταυροπόδι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, ρίχνει αλάτι πάνω στη φωτιά και κάνει διάφορες ευχές για την οικογένεια, για την υγεία, για τα σπαρτά, που σύμφωνα με την παράδοση «πιάνουν τόπο». Αποζημίωση του μικρού παιδιού είναι το πρώτο και καλύτερο κομμάτι «μπακλαβά» που φτιάχνουν οι νοικοκυρές.

Είτε με καρύδια, που είναι επικρατέστερο, είτε με αμύγδαλα, κάθε σπίτι στη Ρούμελη έχει το μπακλαβά του. Υπάρχει, μάλιστα, ανταγωνισμός στις νοικοκυρές για το ύψος που θα έχει το γλυκό τους, το μέγεθος του ταψιού που θα χρησιμοποιήσουν, ενώ τις προηγούμενες ημέρες το ξενύχτι είναι δεδομένο για να ανοίξουν τα χειροποίητα «φύλλα».

Μέσα σε όλα τα άλλα ξεχωρίζουν το «βασιλόψωμο» και οι «βασιλοκουλούρες», που τρώγονται ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, αφού από τον Αϊ Βασίλη πήρε το όνομά του. Σε ορισμένες περιοχές, εκτός από αλεύρι οι νοικοκυρές βάζουν μέσα ρεβύθι αλεσμένο ή ακόμη και ντόπιο καλαμπόκι. Βάζουν μέσα βασιλικό και μυρωδικά και πάνω του δημιουργούν διάφορα σχήματα και παραστάσεις, οι οποίες έχουν σχέση με την καθημερινότητα. Αφορούν είτε στην παραγωγή και τα χωράφια, είτε στην υγεία και τα ακίνητα, είτε στην οικογένεια. Μετά το ψήσιμό του είναι έτοιμο να κοπεί, την ώρα του φαγητού, το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς.

— Ιόνια Νησιά – Ήπειρος

Στη Ζάκυνθο, ένα νησί που υπήρξε για πολλούς αιώνες σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, τα έθιμα σχηματοποιήθηκαν στη διαδρομή του χρόνου με διάχυτες τις επιρροές της θρησκευτικής μας παράδοσης, αλλά με στοιχεία τόσο από την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, όσο και από τη δυτική καθολική εκκλησία.

Για πολλούς αιώνες το νησί ήταν κάτω από την κυριαρχία Λατίνων, Ενετών, Γάλλων και Αγγλών και οι επιδράσεις από τα έθιμα της τότε άρχουσας τάξης πέρασαν σταδιακά στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και αφομοιώθηκαν από τον απλό λαό. Το γεγονός ότι οι κατά καιρούς κατακτητές υπήρξαν ομόθρησκοι με το ντόπιο πληθυσμό επέτρεψε να μεταλαμπαδευτούν έθιμα και παραδόσεις με αναγεννησιακά και πρώϊμα ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά.

Ιδιαίτερα σημαντικη υπήρξε η επιροή των Ενετών που είχαν ενσωματώσει τη Ζάκυνθο και όλα τα Ιόνια νησιά στο διοικητικό σύστημα της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» για περίπου τρεις αιώνες.

Πριν τον εορτασμό της γέννησης του Χριστού, προηγείται ένα σαραντάημερο νηστείας, σωματικής και πνευματικής, που αρχίζει από τις 14 Νοεμβρίου και τελειώνει στις 24 Δεκεμβρίου.

Η ήμερα της παραμονής των Χριστουγέννων είναι μία από τις σημαντικότερες μέρες του χρόνου για κάθε Ζακυνθινή οικογένεια. Όλα τα μέλη της μαζεύονται στο πατρικό σπίτι της οικογένειας, ώστε να κόψουν όλοι μαζί τη Ζακυνθινή παραμονιάτικη κουλούρα των Χριστουγέννων.

Η ζακυνθινή κουλούρα είναι μοναδικό έθιμο στο νησί και αποτελεί μια πραγματική ιεροτελεστία για κάθε σπίτι. Συμβολίζει την ενότητα της οικογένειας και την πίστη στη γέννηση του θεανθρώπου.

Τη διαδικασία της κοπής την αναλαμβάνει το γηραιότερο μέλος της οικογένειας. Αυτό παίρνει της κουλούρα στα χέρια του, την κρατάει από την κάτω πλευρά της, τη βάζει πάνω από το τζάκι ή σε μια γωνία του σπιτιού και με ένα ποτήρι κρασί, αλλά και με λάδι, τη βρέχει από πάνω σχηματίζοντας έναν σταυρό. Χαράματα της προπαραμονής των Χριστουγέννων η νοικοκυρά έχει ξεκινήσει το ζύμωμα ενώ έχει αρχίσει να ζεσταίνει τον φούρνο για το ψήσιμο των χριστόψωμων.

Αφού σταυρώσει τρεις φορές τα υλικά μέσα στη σκάφη αρχίζει και ζυμώνει το προζύμι κι αργότερα ζυμώνει τα χριστόψωμα. Ένα ξεχωριστό χριστόψωμο με τρύπα στη μέση θα είναι η περίφημη Ζακυνθινή παραμονιάτικη κουλούρα των Χριστουγέννων, που μέσα βάζει ένα κέρμα ή όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι «ηύρεμα».

Πάνω στο τραπέζι, την παραμονή των Χριστουγέννων, το μόνα φαγητά που υπάρχουν είναι μπρόκολα και ελιές.

Όταν έρθει η ώρα της κοπής της κουλούρας, όλοι κάθονται στο τραπέζι και ο αρχηγός της οικογένειας αρχίζει να κόβει από τυχαίο σημείο την κουλούρα. Το πρώτο κομμάτι είναι του Χριστού ή του φτωχού, το δεύτερο του σπιτιού και τα άλλα των υπολοίπων μελών της οικογένειας, πάντα κατά σειρά ηλικίας, από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο.

Την ίδια μέρα το μεσημέρι, όλη η οικογένεια μαζεύεται γύρω από το τραπέζι και περιμένουν με λαχτάρα τις νοικοκυρές του σπιτιού να φέρουν τη βραστή γαλοπούλα, αυγολέμονο και φυσικά το κρασί.

Η Ζακυνθινή παραμονιάτικη κουλούρα των Χριστουγέννων, σύμφωνα με μια παλιά τοπική παράδοση, συμβολίζει το άστρο της Βηθλεέμ, που οδήγησε τους τρεις Μάγους στο Σπήλαιο της Γέννησης.

Το «ηύρεμα» συμβολίζει το Θείο Βρέφος. Το κρασί και το λάδι, που ρίχνει ο σπιτονοικοκύρης στη φωτιά από το κέντρο της κουλούρας, συμβολίζουν τα δώρα των Μάγων.

Η φλόγα που φουντώνει στιγμιαία, δείχνει την Ανάσταση του Ιησού και την απολύτρωση των Πρωτοπλάστων. Τέλος, οι πυροβολισμοί που ρίχνονται και λένε «για τον Ηρώδη», δείχνουν την αγανάκτηση των ανθρώπων για τον καταχθόνιο διώχτη του νεογέννητου Χριστού.

Στην Ήπειρο, λαμβάνει χώρα «Tο αναμμένο πουρνάρι», μια ωραία συνήθεια που βασίζεται σε μια παλιά παράδοση της περιοχής,ενώ το γλύκισμα που κυριαρχεί στο ηπειρώτικο τραπέζι την παραμονή των Χριστουγέννων ονομάζεται «σπάργανα του Χριστού».

— Κυκλάδες

Στις Κυκλάδες το δωδεκαήμερο από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και την ημέρα των Φώτων επικρατεί ο φόβος για τους καλικάντζαρους, ο οποίος δημιούργησε έθιμα γύρω από την εστία του σπιτιού, προκειμένου με αυτό τον τρόπο να αποτραπεί η ανεπιθύμητη παρουσία τους.

Στις Κυκλάδες το δωδεκαήμερο από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και την ημέρα των Φώτων επικρατεί ο φόβος για τους καλικάντζαρους, ο οποίος δημιούργησε έθιμα γύρω από την εστία του σπιτιού, προκειμένου με αυτό τον τρόπο να αποτραπεί η ανεπιθύμητη παρουσία τους.

Στα χωριά της Νάξου και τις δώδεκα ημέρες των εορτών καίει άσβεστο ένα ξύλο στο τζάκι, το «χριστοκούτσουρο», τη στάχτη του οποίου θα ρίξουν αργότερα για ευλογία σε φυτά και ζώα.

Το «πάντρεμα» της φωτιάς είναι ένα ακόμη έθιμο των νησιών και σκοπό έχει την ενίσχυση των δεσμών του ζευγαριού. Στο Γλινάδο της Νάξου, τοποθετούν σταυρωτά δυο ξύλα στη φωτιά, για να είναι το ανδρόγυνο ευτυχισμένο, ακριβώς όπως ζευγαρώνουν τα ξύλα.

Οι Κυκλαδίτες θεωρούν καλό οιωνό να φυσάει βοριάς την Πρωτοχρονιά, αλλά και να έρθει στην αυλή τους περιστέρι. Αν, όμως, πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι τούς βάζει σε σκέψεις μελαγχολικές ότι τάχα τους περιμένουν συμφορές.

Σε όλα τα Κυκλαδονήσια, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι νέοι πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα. Με τα χρήματα που μαζεύουν στήνουν παραδοσιακό γλέντι στην πλατεία του χωριού.

Ονομαστά είναι τα σιφνέικα κάλαντα, αυτοσχέδια στιχουργήματα που σχολιάζουν πρόσωπα και καταστάσεις.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έθιμο του «κάβου», στο χωριό Τριπόταμος της Τήνου.

Στη Σέριφο, ένα έθιμο μετρά πολλά χρονιά ζωής και αναβιώνει κάθε Χριστούγεννα. Όλοι οι άνδρες του νησιού πηγαίνουν στον παπά για να του ευχηθούν και να του δώσουν κάποιο φιλοδώρημα και με αυτόν τον τρόπο να «φλερτάρουν» -όπως λέγεται- τον παπά.

— Κρήτη – Δωδεκάνησα

Στη δυτική Κρήτη, η νηστεία του 40ήμερου τηρείται ευλαβικά, ενώ οι εκκλησίες και οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς. Πιο παλιά, το βραδύ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν.

Το προζύμι και το Χριστόψωμο είχαν ξεχωριστή θέση σε κάθε σπίτι, ενώ το «ανάθρεμμα» του χοίρου που σφάζονταν την παραμονή κυριαρχούσε στα περισσότερα χωριά. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων από το κρέας του χοίρου παρασκεύαζαν λουκάνικα, απάκια, πηχτή, σύγκλινο, ομαθιές και τσιγαρίδες.

Πολλά είναι τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην ανατολική Κρήτη. Το Χριστόψωμο το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας ευχές.

Την προπαραμονή των Χριστουγέννων, την Ημέρα των Αγίων Δέκα, στα χωριά της ανατολικής Κρήτης έσφαζαν τους χοίρους που είχαν ανατραφεί κυρίως με βελανίδια, χουμά και αποφάγια. Από το σφάξιμο του χοίρου δεν πετούσαν τίποτα. Από το κρέας παρασκεύαζαν λουκάνικα, ομαθιές, τσιλαδιά με τη χοιροκεφαλή, απάκια από λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, σύγκλινα (κομμάτια κρέας μισοβρασμένα και αποθηκευμένα σε κιούπι) μαζί με τη γλίνα (το λίπος) που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς μήνες τα μαγείρευαν με πατάτες.

Η «καλή χέρα» παραμένει ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς, όπου συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Το έθιμο του ποδαρικού καλά κρατεί, αφού είναι πολλοί αυτοί που ανήμερα της Πρωτοχρονιάς βάζουν στο σπίτι τους μια πέτρα για να είναι γερό, ενώ άλλοι πάλι μεταφέρουν νερό για να τρέχουν τα καλά όλο τον χρόνο σαν το νερό.

Τέλος, στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας, θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση. 

Με ιδιαίτερο χρώμα και με διαφορετικά έθιμα από νησί σε νησί και από χωριό σε χωριό γιορτάζονται τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά στα νησιά της Δωδεκανήσου.

Οι προετοιμασίες ξεκινούν από τις προηγούμενες μέρες των Χριστουγέννων και κορυφώνονται την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Από τα χαρακτηριστικά των εκδηλώσεων είναι ότι οι κάτοικοι της Δωδεκανήσου 40 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα βρισκόταν σε νηστεία, με σκοπό να προετοιμαστούν για τη γέννηση του Χριστού και να απολαύσουν στη συνέχεια το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κύριο φαγητό στα περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου ήταν και παραμένει το ψητό χοιρινό κρέας.

Σε αρκετά χωριά της Ρόδου, το σφάξιμο του χοίρου που μεγάλωναν οι οικογένειες γινόταν σε παρέες και με ειδική ιεροτελεστία. Από τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά ήταν επίσης τα παραδοσιακά «γιαπράκια», τα οποία δεν έλειπαν από το τραπέζι. Σε ότι αφορά τα γλυκά, τόσο στη Ρόδο, όσο και στα υπόλοιπα νησιά, το χαρακτηριστικό είναι οι δίπλες, οι οποίες εξακολουθούν να παρασκευάζονται και σήμερα.

Την Πρωτοχρονιά ένα από τα έθιμα που και σήμερα διατηρείται είναι αυτό της «μπουλουστρίνας». Τα μικρά παιδιά την πρώτη ημέρα του χρόνου επισκέπτονται τους συγγενείς και παίρνουν από αυτούς χρηματικό ποσό εν είδει δώρου, το οποίο ονομάζεται μπουλουστρίνα.

Από τα αξιοσημείωτα των ημερών είναι ότι την ημέρα των Χριστουγέννων οι κάτοικοι της Ρόδου συνηθίζουν να πηγαίνουν οικογενειακά στην εκκλησία και αμέσως μετά να επισκέπτονται τους ηλικιωμένους γονείς και παππούδες για τις σχετικές ευχές.

© SanSimera.gr