«Προίκα» μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή σχεδόν 6 δισ. ευρώ έως το 2026 θα λάβει η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές, καθώς θα κληθεί να υπηρετήσει τον στόχο για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αρχής γενομένης από το επόμενο έτος. Από το 2024 μπαίνει τέλος στη ρήτρα διαφυγής και επιστρέφει η δημοσιονομική πειθαρχία, με βάση και το πλαίσιο που έχει ανακοινώσει η Κομισιόν.

Αυτό μαρτυρά και το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατατέθηκε στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα από το υπουργείο Οικονομικών και αποτελούσε δέσμευση της κυβέρνησης. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχουν οριστεί οι νέοι στόχοι της χώρας μας για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, το οικονομικό επιτελείο στο ελληνικό σχέδιο που απέστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραδέχεται πως τα πρωτογενή πλεονάσματα θα κινούνται στα επίπεδα του 2% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.

Υπενθυμίζεται πως η συμφωνία του 2018 προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% από το 2023 έως το 2060. Όπως φαίνεται, παρά τις δημοσιονομικές προσπάθειες της χώρας και την έξοδο από την αυστηρή εποπτεία των δανειστών, το οικονομικό επιτελείο δεν κατάφερε να μειώσει τους στόχους, που μεταφράζονται σε σύσφιξη του δημοσιονομικού «ζωναριού» για πολλές ακόμα δεκαετίες.

Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,5% το 2026, ώστε να μειώνεται το χρέος του. Ουσιαστικά τα δύσκολα αρχίζουν από το 2024, καθώς από τότε θα πρέπει να αρχίσει το δημοσιονομικό «συμμάζεμα», μετά και τις αλλεπάλληλες κρίσεις της οικονομίας (υγειονομική, ενεργειακή) χωρίς παράλληλα να «φρενάρει» η ανάπτυξη. Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να επιτυγχάνονται σε μια περίοδο αυξημένων επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, που «χτυπούν» την ανάπτυξη.

Αρχίζει από φέτος η πληρωμή των δανειστών
Με βάση το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής του χρέους, μέχρι σήμερα τα μόνο δάνεια που πληρώνονταν από τις θυσίες και τους φόρους του ελληνικού λαού ήταν τα διμερή δάνεια προς τα κράτη-μέλη που είχαν συναφθεί στο πρώτο Μνημόνιο, εκείνα του ΔΝΤ που αποπληρώθηκαν νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, αλλά και αυτά που δεν είχαν ενταχθεί στο περιβόητο PSI του 2012.

Στην πράξη, τα μεγάλα δάνεια που έχει λάβει η Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Μνημονίων δεν έχουν αρχίσει να πληρώνονται, κάτι που αναμένεται να γίνει από το 2023 και θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Αθήνα συμφωνεί με τις Βρυξέλλες σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα πρέπει να επιτυγχάνονται απαρέγκλιτα για τα επόμενα χρόνια.

Αυτοί οι στόχοι έρχονται σε σύγκρουση με πολιτικές νέων σημαντικών φοροελαφρύνσεων, καθώς οι μειώσεις φόρων θα οδηγούν σε απώλειες κρατικών εσόδων, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το «πακέτο» των μέτρων στήριξης προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Τι θα πληρώσουμε τα επόμενα χρόνια
Δάνεια EFSF: Πρόκειται για τα περισσότερα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα από τον Έκτακτο Μηχανισμό Σταθερότητας (EFSF) που δημιουργήθηκε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Ο χρονικός ορίζοντας αυτών των δανείων, που αγγίζουν τα 130,9 δισ. ευρώ, εκτείνεται μέχρι το έτος 2070! Αξίζει να σημειωθεί πως η αποπληρωμή των δανείων προς τον EFSF αρχίζει από φέτος, με το Ελληνικό Δημόσιο να βγάζει κάθε χρόνο από τα ταμεία του 1,738 δισ. ευρώ έως το 2027 και στη συνέχεια από το 2028 έως το 2037 το ποσό να αυξάνεται σε ετήσια βάση στα 1,83 δισ. ευρώ.
Δάνεια ESM: Μετεξέλιξη του EFSF αποτέλεσε ο μόνιμος μηχανισμός στήριξης ESM, από τον οποίο η Ελλάδα έχει λάβει δάνεια ύψους 59,8 δισ. ευρώ. Η αποπληρωμή των συγκεκριμένων δανείων αρχίζει το 2034 και ολοκληρώνεται -υπό τα σημερινά δεδομένα- το 2060.
Διακρατικά δάνεια: Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πριν από το χρονοδιάγραμμα σχεδόν 2,7 δισ. ευρώ σε δάνεια που οφείλονται σε χώρες της ευρωζώνης, στο πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου. Οι χώρες της ευρωζώνης παρείχαν στην Ελλάδα 53 δισ. ευρώ (τα οποία σήμερα ανέρχονται σε 48,7 δισ.) σε διμερή δάνεια (GLF), με τις λήξεις να εκτείνονται έως το 2041.
Ομόλογα: Το Ελληνικό Δημόσιο προχωρά τακτικά σε εξόδους στις διεθνείς αγορές προκειμένου να δανειστεί νέα κεφάλαια. Στις περισσότερες εκδόσεις στην πράξη αποπληρώνει παλαιότερα ομόλογα που λήγουν και τα αντικαθιστά με τα καινούργια. Σήμερα είναι σε ισχύ ομόλογα συνολικού ύψους 81,9 δισ. ευρώ, τα οποία έχουν αγοράσει κυρίως ξένοι επενδυτές και εκτείνονται έως το 2057. Αυτή την ώρα διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά ομολόγων τίτλοι διάρκειας 3, 5, 7, 10, 15 και 30 ετών. Για φέτος το Ελληνικό Δημόσιο έχει καλύψει σχεδόν το 90% του δανειακού προγράμματος. Από την αρχή του έτους το Δημόσιο έχει αντλήσει από τις αγορές 6,3 δισ. ευρώ, έναντι 7 δισ. ευρώ που είναι ο στόχος για φέτος, ενώ σε περίπτωση που προχωρήσει και η έκδοση του πρώτου «πράσινου» ομολόγου, το δανειακό πρόγραμμα της χώρας για το 2023 επεκτείνεται στα 8 δισ. ευρώ.