Αρχές Αυγούστου 480 π.Χ. Οι Έλληνες μόλις έχουν προσθέσει στην “βαριά”, χιλιετιών ιστορία τους τις αιώνιες δάφνες των Θερμοπυλών. Όμως τα βαρβαρικά στίφη, σαν μία τεράστια αγέλη από ύαινες, βαδίζουν προς την Αττική. Σφάζουν, πυρπολούν, εξανδραποδίζουν. Οι πόλεις της Φωκίδος, της Δωρίδος, της Λοκρίδος, η Ερέτρια, η Χαλκίδα, οι Θεσπιές και Πλαταιές, αφανίζονται από τούς βαρβάρους. Οι κάτοικοι τους αρνούνται να συνθηκολογήσουν και καταφεύγουν στα βουνά για να συνεχίσουν τον κλεφτοπόλεμο. Οι βάρβαροι δεν σέβονται ούτε τούς ναούς, τούς οποίους λεηλατούν και πυρπολούν. Η “θυσία” όμως αυτών των πόλεων, καθώς και η πεποίθηση τού Ξέρξη, ότι την Αθήνα φυλάσσει ο στρατός της, προσφέρει τον απαραίτητο χρόνο στους Αθηναίους να οργανωθούν. Έστω και καθυστερημένα όμως, οι βάρβαροι φτάνουν σε Πάρνηθα και Πεντέλη. Οι Αθηναίοι πανικοβάλλονται από την πλημμυρίδα των ασιατών και συγχρόνως απογοητεύονται από τούς Έλληνες συμμάχους, οι οποίοι τούς εγκατέλειψαν και κτίζουν τείχος στον Ισθμό. Το χάος επιτείνει ο χρησμός που έλεγε ότι «την Αθήνα θα σώσουν τα ξύλινα τείχη».

Αλλά την Ιστορία την γράφουν οι προσωπικότητες. Για καλή τύχη τής Αθήνας και τής Ελλάδος υπάρχει ο Θεμιστοκλής. Ένας πραγματικός Ηγέτης που συνδυάζει το ψυχικό σθένος και την παράτολμη ανδρεία τού Αχιλλέα, με την εφευρετικότητα και ευφυία τού πολυμήχανου Οδυσσέα. Ο Θεμιστοκλής έχει να επιτελέσει τιτάνιο έργο. Ευτυχώς, η Εκκλησία τού Δήμου έπαψε να λειτουργεί καθώς οι περισσότεροι πολιτικάντηδες έφυγαν για να σωθούν. Έτσι “σίγησαν” οι δουλοπρεπείς δήθεν συμβιβαστικές φωνές. Με την βοήθεια ψυχομένων Αξιωματικών και ενός μικρού αλλά αποφασισμένου στρατού κατορθώνει να ανυψώσει το Φρόνημα των Αθηναίων και να τούς πείσει να εγκαταλείψουν την πόλη τους. Κανείς δεν θέλει να εγκαταλείψει αυτήν την πανέμορφη πόλη με τα Ιερά, τα Ηρώα, τις φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές, τα αγάλματα, τις εντυπωσιακές επαύλεις, τούς τάφους των προγόνων κλπ. Πείθει μερίδα των Ιερέων να πουν ότι τα «ξύλινα τείχη» τού χρησμού είναι τα πλοία. Μάταια! Οι περισσότεροι οχυρώνουν με ξύλινα τείχη την Ακρόπολη, πιστεύοντας ότι η θεά Αθηνά θα τούς προστατεύσει.

Ο Θεμιστοκλής, με τούς πιστούς του, κλέβει το βράδυ από την Ακρόπολη και μεταφέρει στα πλοία το ξόανο τής Αθηνάς και ένα μεγάλο φίδι που ζούσε μονίμως στον ναό (οικουρός όφις) και πίστευαν ότι προστάτευε την θεά. Ο Θεμιστοκλής φροντίζει να διαδοθεί ότι ως εκ θαύματος η θεά πήγε στα πλοία, σύμφωνα με τον χρησμό. Επιτέλους, οι πολλοί πείθονται. Με απόλυτη τάξη, αρχίζει η επιβίβαση στα πλοία. Έχει ήδη ρυθμιστεί να καταλύσουν στην Σαλαμίνα, στην Αίγινα, στην Τροιζήνα κλπ. Οι ασθενέστεροι οικονομικά, πριν επιβιβαστούν, λαμβάνουν 8 δραχμές σαν οικονομική ενίσχυση. Τα χρήματα προέρχονται από την περιουσία τού Θεμιστοκλή και το Δημόσιο Ταμείο. Γρήγορα εξαντλούνται. Οι πλούσιοι προφασίζονται ότι δεν έχουν χρήματα να συνδράμουν. Νέο τέχνασμα τού Θεμιστοκλή: Οι φίλοι του κλέβουν το «γοργόνειο» (σ.σ. Απεικόνιση της κεφαλής της Μέδουσας που ήταν κρεμασμένη στο στήθος της θεάς Αθηνάς). Ιδού η αφορμή να ερευνηθούν όλοι πριν ανεβούν στα πλοία. Έτσι “ανακαλύπτονται” πολλά χρήματα, τα οποία δίνονται στους ασθενέστερους.

Βαρυφορτωμένα τα πλοία αναχωρούν. Οι στιγμές είναι τραγικές. Οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν στο μένος των βαρβάρων την αγαπημένη τους πόλη. Η θλίψη κορυφώνεται όταν βλέπουν τα σκυλιά και τα άλογά τους να ακολουθούν κολυμπώντας τα πλοία. Λόγω περιορισμένου χώρου στα πλοία, αλλά και για λόγους υγιεινής δεν επετράπη σε αυτά η επιβίβαση. Στην Αθήνα μένουν κάποιοι υπερήλικες και λίγοι ιερείς, οι οποίοι οχυρώνονται σε ξύλινα τείχη στην Ακρόπολη. Τώρα η Αθηναϊκή πολιτεία “λειτουργεί” στην Αίγινα. Κυρίαρχος είναι ο Άρειος Πάγος, ο οποίος εκτελεί τις εντολές τού Θεμιστοκλή. Πρώτο ψήφισμα: Η άρση όλων των εξοστρακισμών. Επιτέλους! Ο κίνδυνος ενώνει τούς Αθηναίους.

Ξημερώματα 20ης Σεπτεμβρίου τού 480 π.Χ. Οι τριήρεις, αφού αποβιβάζουν τούς αμάχους, αποπλέουν για να συναντήσουν την δόξα στο στενό της Σαλαμίνας. Εκεί ενώνονται με τα πλοία από τις άλλες Ελληνικές πόλεις. Έστω και αν σας κουράσω, θεωρώ ιερή υποχρέωση να αναφέρω με πόσα πλοία συμμετείχε η κάθε πόλις στον θρίαμβο των Ελλήνων: Αθήνα 180, Κόρινθος 40, Αίγινα 30, Μέγαρα 20, Χαλκίδα 20, Σπάρτη 16, Σικυών 15, Επίδαυρος 10, Ερέτρια 7, Αμβρακία 7, Τροιζήνα 5, Νάξος 4, Ερμιόνη 3, Στύρα 2, Μήλος 2, από 1 πλοίο η Κύθνος, Σέριφος, Σίφνος και Κρότων (σ.σ. η μοναδική πόλις της «Μεγάλης Ελλάδος» που συμμετείχε, καθώς και πάλι δεν κατάφεραν να ενωθούν όλοι οι Έλληνες).

Απόγευμα 20ης Σεπτεμβρίου, Αίγινα: Μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα συνέρχεται το πρώτο πολεμικό συμβούλιο. Επικεφαλής ο Σπαρτιάτης Ναύαρχος, Ευρυβιάδης. Πάλι διχασμός! Αθηναίοι, Αιγινήτες και Μεγαρείς, θέλουν να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα, οι υπόλοιποι, προεξάρχοντος του ναυάρχου των Κορινθίων, Αδειμάντου, στον κόλπο τών Κεγχρεών, όπου θα είχαν πλησίον και τον στρατό τους. Δύο είναι τα κύρια πλεονεκτήματα τού να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα. Ο Θεμιστοκλής τα αναλύει λεπτομερώς: 1) Αν πλεύσουν προς Κεγχρεές, το ηθικό των Αθηναίων, Μεγαρέων και Αιγινητών θα καταρρεύσει, καθώς θα αισθανθούν ότι εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους. 2) Λόγω τού μικρού πλάτους τού στενού της Σαλαμίνας, τα κατά πολύ περισσότερα βαρβαρικά πλοία, δεν θα μπορούν να αναπτυχθούν και συνεπώς στη ναυμαχία θα μπορεί να συμμετάσχει μόνο τμήμα τού εχθρικού στόλου. Επίσης σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο οι μικρές και ευέλικτες Ελληνικές τριήρεις θα πλεονεκτούν στην πραγματοποίηση ελιγμών έναντι των μεγάλων και δυσκίνητων εχθρικών πλοίων. Τα επιχειρήματα είναι ατράνταχτα, όμως οι ναύαρχοι των υπολοίπων πόλεων δεν πείθονται. Το συμβούλιο διακόπτεται απότομα, όταν ειδοποιούνται ότι καίγεται η Αθήνα.

Πράγματι οι βάρβαροι είχαν εισέλθει από το πρωί, της 20ης Σεπτεμβρίου, στην έρημη πόλη λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Όμως στην Ακρόπολη αντιστέκονται ακόμα οι υπερήλικες. Την πολιορκούν. Με αναμμένα βέλη, που έχουν εύφλεκτα υλικά, πυρπολούν το ξύλινο τείχος. Άλλοι αναρριχώνται από την απόκρημνη πλευρά της Ακρόπολης, η οποία δεν φυλασσόταν. Κάθε αντίσταση πλέον είναι μάταιη. Όμως οι γέροντες δεν παραδίδονται. Φονεύονται όλοι. Οι βάρβαροι πυρπολούν όλη την πόλη, ακόμα και την Ακρόπολη με τα Ιερά της. (σ.σ. Αυτό το ανοσιούργημα θα εκδικηθεί ενάμιση αιώνα αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος καίγοντας την Περσέπολη. Ο βασικός όμως λόγος αυτής της πυρπόλησης ήταν να δοθεί το μήνυμα ότι τελείωσε ο παλαιός κόσμος των δούλων και από τις στάχτες του γεννάται ο νέος κόσμος των ελευθέρων Πολιτών).

Προχωρημένη νύχτα 20ης προς 21η Σεπτεμβρίου. Μετά τη διάλυση τού Ελληνικού συμβουλίου οι Πελοποννήσιοι Ναύαρχοι δίνουν εντολή να αρχίσουν οι ετοιμασίες για απόπλου. Περίλυπος ο Θεμιστοκλής πάει πάλι στον Ευρυβιάδη. Δεν έχει καταγραφεί η συζήτηση μεταξύ των δύο ανδρών. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Ευρυβιάδης πείθεται. Συγκαλεί την αυγή νέο πολεμικό συμβούλιο. Θεμιστοκλής και Αδείμαντος ανταλλάσσουν πάλι βαριές εκφράσεις. Ο Θεμιστοκλής μιλά με πάθος και λογικά επιχειρήματα. Απειλεί, ότι αν δεν ναυμαχήσουν εκεί, οι Αθηναϊκές τριήρεις μαζί με τούς Αθηναίους θα αποπλεύσουν για την Σίριν της Ιταλίας. Όμως οι γνώμες παραμένουν διχασμένες. Ο Ναύαρχος Ευρυβιάδης πρέπει να αποφασίσει. Ως Λακεδαιμόνιος είναι λακωνικός. Λέει μία μόνο, αλλά καθοριστική για την παγκόσμια ιστορία, λέξη: «Μένομεν».

Το ίδιο πρωί, της 21ης Σεπτεμβρίου, υπό τούς καπνούς της καιόμενης Αθήνας, συγκαλεί ο Ξέρξης το δικό του πολεμικό συμβούλιο στο Φάληρο. Εδώ δεν υπάρχουν διχογνωμίες. Όλοι υπακούουν και κολακεύουν τον «Μεγάλο Βασιλέα». Όλοι ψηφίζουν να επιτεθούν αμέσως στον Ελληνικό στόλο που βρίσκεται στη Σαλαμίνα. Όχι ακριβώς «όλοι». Υπάρχει και η Βασίλισσα της Αλικαρνασσού, Κρητικής καταγωγής, με Ελληνική Παιδεία, Αρτεμισία. Ακολουθεί τον Ξέρξη με πέντε τριήρεις, με την φιλοδοξία να την κάνει Βασίλισσα της Ελλάδος, μετά την κατάκτησή της. Εισηγείται: «Να αδιαφορήσουμε για τον Ελληνικό στόλο και να εισβάλουμε με τον στρατό και στόλο μας στην Πελοπόννησο. Τότε είναι σίγουρο ότι ο Ελληνικός στόλος θα διαλυθεί καθώς τα διάφορα πλοία θα πάνε να υπερασπιστούν τις πόλεις τους. Για τον τεράστιο στρατό μας θα είναι πολύ εύκολο πλέον να κατακτήσει όλες τις Πελοποννησιακές πόλεις.» Ευτυχώς, ο Ξέρξης είναι αλαζών και το συμβούλιο δεν αποτελείται από Στρατηγούς αλλά από “προνομιούχους” δούλους που τον κολακεύουν, έτσι δεν γίνεται δεκτή η πρόταση της Αρτεμισίας, που θα ήταν καταστροφική για την Ελλάδα. Ο Ξέρξης διατάσσει τον στόλο τού να περικυκλώσει τον Ελληνικό. Σίγουρος για τη νίκη του, διατάσσει να τού στήσουν έναν χρυσό θρόνο στην κορυφή τού όρους «Αιγάλεω», στην θέση που βρίσκεται σήμερα ο Ιερός Ναός «Αγίου Γεωργίου Άνω Δάσους».

Όσο η ημέρα προχωρά τόσο μεγαλώνει η ανησυχία τού Θεμιστοκλή ότι, παρά την απόφαση τού συμβουλίου, οι Πελοποννήσιοι θα αποπλεύσουν. Στέλνει έναν έμπιστο οικέτη δούλο (σ.σ. Ήταν και παιδαγωγός των παιδιών του), τον Σίκιννο, στον Ξέρξη να τού μεταφέρει ότι δήθεν «ο Θεμιστοκλής είναι φίλος του και ότι επειδή οι Έλληνες σκοπεύουν να αποπλεύσουν, συμβουλεύει τον Μέγα Βασιλέα να σπεύσει να τούς αποκλείσει στην Σαλαμίνα». Πράγματι τα νέα που φέρνει ο Σίκινος στον Ξέρξη τον χαροποιούν. Νομίζει ότι ο Θεμιστοκλής μήδισε. Περίτρανα ανακοινώνει στους υποτακτικούς του ότι «πήρε τη σωστή απόφαση να ναυμαχήσει στη Σαλαμίνα». Το τέχνασμα τού Θεμιστοκλή πέτυχε πλήρως. Δεν μπορεί όμως να ανακοινώσει αυτός τον αποκλεισμό. Η τύχη είναι με το δίκαιο, είναι με την Ελλάδα. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μία άλλη εξέχουσα Προσωπικότητα: Ο Αριστείδης ο Δίκαιος. Επέστρεψε από την εξορία (σ.σ. σύμφωνα με το ψήφισμα τού Αρείου Πάγου) και έσπευσε να προσφέρει στον αγώνα. Τούς ανακοινώνει ότι με μεγάλη δυσκολία πέρασε ανάμεσα από τον περσικό στόλο που τούς έχει αποκλείσει. Σε λίγο αυτομολεί προς τούς Έλληνες και μία τριήρης από την Τήνο, που επιβεβαιώνει τον αποκλεισμό. Σουρουπώνει. Πολεμικός συναγερμός. Στέλνουν τριήρεις σε Σαλαμίνα και Αίγινα να φέρουν ομοιώματα ηρώων. Ο Αίας ο Τελαμώνιος, ο Αχιλλέας, ο Αιακός και άλλοι ήρωες, θα ηγηθούν νοερά των Ελλήνων. Το ηθικό εκτινάσσεται. Όλα είναι έτοιμα για την αυριανή μεγάλη ημέρα. Έχει νυχτώσει ώρα να ξεκουρασθούν οι Έλληνες. Αντιθέτως η περσική πλευρά δεν αναπαύεται. Τα περισσότερα πλοία κινούνται ώστε να ολοκληρώσουν τον αποκλεισμό και να καταλάβουν κατάλληλες θέσεις. Αποβιβάζουν στην Ψυττάλεια 2.000 τοξότες, με σκοπό να πλήττουν τα Ελληνικά πλοία και παράλληλα να περιποιούνται τούς δικούς τους ναυαγούς, που θα έφθαναν στο νησί, ενώ θα φόνευαν το[υς ναυαγούς Έλληνες. Αυτοί οι τοξότες φονεύθηκαν, πριν αρχίσει η ναυμαχία, από άγημα με επικεφαλής τον Αριστείδη.

Πρωί, της 22ας Σεπτεμβρίου ή σύμφωνα με το πατρώο ημερολόγιο: 20η τού Βοηδρομιώνος τού πρώτου έτους της 75ης Ολυμπιάδος. Η επίκληση των θεών στα Ελληνικά πλοία έχει ολοκληρωθεί. Περίπου 300 τριήρεις (σ.σ. κάθε τριήρης είχε περίπου 150 κωπηλάτες και 50 «επιβάτες», δηλαδή στρατιώτες – πεζοναύτες της εποχής) πλέουν αντιμέτωπες με περίπου 1.000 υπερμεγέθη περσικά πλοία, στα οποία επιβαίνουν περίπου 300.000 άνδρες. Σχεδόν όλα τα έθνη της Ασίας αλλά και μηδίσαντες ή υποταγμένοι Έλληνες, εναντίον των ελευθέρων Ελλήνων. Πέρσες, Μήδοι, Σάκες, Κάρες, Αιγύπτιοι, Παμφύλιοι, Λύκιοι, Ινδοί, αλλά και Κύπριοι, Ίωνες, Κίλικες, Σαμοθράκες και άλλοι νησιώτες τού Αιγαίου, θέλουν να υποτάξουν την Ελλάδα στον Ξέρξη. Όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία η «ποιότητα» αντιμάχεται την «ποσότητα». Οι Έλληνες διαθέτουν ικανότατη Ηγεσία, άρτια εκπαίδευση, υψηλότατο Φρόνημα, μάχονται για την Ελευθερία της Πατρίδος τους. Ενώ οι πολλαπλάσιοι βάρβαροι μάχονται απλώς για το χρήμα, τη λεηλασία και την εύνοια τού Ξέρξη. Τα πληρώματα των Αθηναϊκών τριήρεων έχουν στα αριστερά τους τα καμένα ερείπια της πόλης τους και δεξιά τους, στη Σαλαμίνα και Αίγινα, τις οικογένειές τους, σε πρόσκαιρα προσφυγικά καταλύματα.

Η πλέον καθοριστική ναυμαχία όλων των εποχών ξεκινά κάπως παράξενα. Ο Ελληνικός στόλος, πραγματοποιώντας στρατηγικό ελιγμό, κωπηλατεί παρατεταγμένα προς τα πίσω, για να παρασύρει τον περσικό στο στενότερο σημείο της θάλασσας. Ξαφνικά μία βροντώδης φωνή ακούγεται: «Ω δαιμόνιοι μέχρι τίνος πρύμνην ανακρούεσθε;». Η υποχώρηση σταματά. Η αθηναϊκή τριήρης τού Αμεινία αποσπάται της λοιπής παράταξης και εμβολίζει ένα ογκώδες φοινικικό πλοίο. Δεν μπορεί όμως να αποκολλήσει το έμβολό της. Οι Αθηναίοι πεζοναύτες ορμούν. Σφάζουν τούς φοίνικες και καταλαμβάνουν το πλοίο. Η λοιπή Ελληνική παράταξη με αρειμάνιο πνεύμα ορμά, τραγουδώντας το θούριο:

«Ὢ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,

ἐλευθεροῦτε πατρίδ’ ἐλευθεροῦτε δέ

παῖδας, γυναῖκας, Θεῶν τε πατρώων, ἔδη

θήκας τε προγόνων ̇ νῦν ὑπέρ πάντων ἀγών.»

(σ.σ. «Εμπρός παιδιά των Ελλήνων, ελευθερώστε την Πατρίδα, τα παιδιά, τις γυναίκες, τα Ιερά των θεών, τούς τάφους των προγόνων. Τώρα είναι ο αγώνας υπέρ πάντων»). Ο Ελληνικός στόλος ενεργεί συγχρονισμένα και με υποδειγματική τάξη. Τα φοινικικά πλοία είναι τα πρώτα που “γεύονται” την Ελληνική ναυτοσύνη. Οι Αθηναϊκές τριήρεις, που βρίσκονται στο αριστερό κέρας με επικεφαλής τη ναυαρχίδα τού Θεμιστοκλή, βυθίζουν δια εμβολισμών πολλά εχθρικά πλοία και καταλαμβάνουν πολλά άλλα. Τα πληρώματά τους σφάζονται ανηλεώς από τούς Έλληνες. Επίσης η Ελληνική θάλασσα πνίγει κατά χιλιάδες τούς βαρβάρους, οι οποίοι δεν ξέρουν να κολυμπούν. Σύντομα, ο φοινικικός στόλος διαλύεται και τρέπεται σε άτακτη φυγή. Οι Αθηναίοι δεν καταδιώκουν τούς φοίνικες, αλλά στρέφονται προς το κέντρο για να κτυπήσουν τα κυπριακά και κιλικά πλοία που δημιουργούν πολλά προβλήματα στο κέντρο της Ελληνικής παράταξης. Οι Αιγινήτες σπεύδουν σε βοήθεια των Αθηναίων.

Το κέντρο της εχθρικής παράταξης αρχίζει να κάμπτεται. Η ναυαρχίδα τού Θεμιστοκλή επιτίθεται κατά της ναυαρχίδας τού εχθρικού στόλου τού ναυάρχου Αριαβίγνη, αδελφού τού Ξέρξη. Το περσικό πλοίο είναι τεράστιο και σε αυτό επιβαίνουν πλήθος τοξοτών και άλλων στρατιωτών. Εκατοντάδες ακόντια και βέλη εξαπολύονται κατά των Ελλήνων. Οι χάλκινες ασπίδες όμως προστατεύουν τούς Έλληνες. Και πάλι εμφανίζεται ο ακαταπόνητος Αμεινίας. Εμβολίζει το περσικό πλοίο, το οποίο αρχίζει να βυθίζεται. Με το θάρρος που τού προσφέρει η απελπισία, ο ναύαρχος Αριαβίγνης πηδά στην Ελληνική ναυαρχίδα. Πλήθος επίλεκτων στρατιωτών τον ακολουθούν. Η μάχη γίνεται σώμα με σώμα. Σε αυτήν οι Έλληνες είναι άφθαστοι. Σφάζουν τούς βαρβάρους και πετούν στη θάλασσα τον Αριαβίγνη, όπου και πνίγεται. Ο Αμεινίας καταφέρνει να αποκολλήσει την τριήρη του και να μην ακολουθήσει την περσική ναυαρχίδα στον υγρό της τάφο. Επιτίθεται και πάλι. Αυτή τη φορά κατά της ναυαρχίδας της Αρτεμισίας. Η Αρτεμισία για να σωθεί προσποιείται ότι είναι Ελληνικό πλοίο και βυθίζει αύτανδρο (σ.σ. για να μην υπάρχουν μάρτυρες) ένα πλοίο των Καλυνδίων. Ο Αμεινίας πείθεται ότι είναι Ελληνικό πλοίο και κατευθύνεται προς άλλους στόχους. Η Αρτεμισία σώθηκε και μάλιστα κέρδισε τον θαυμασμό τού Ξέρξη που έβλεπε το συμβάν, αναγνώρισε το πλοίο της Αρτεμισίας αλλά εξέλαβε αυτό των Καλυνδίων ως Ελληνικό.

Είναι απόγευμα. Στο κέντρο και στη δεξιά πτέρυγα των βαρβάρων υπάρχουν μόνο πλοία είτε βυθισμένα, είτε καταληφθέντα από τούς Έλληνες, είτε σπεύδοντα σε άτακτη φυγή. Στην αριστερή πτέρυγα οι μηδίσαντες Ίωνες και Σαμοθράκες ναυμαχούν ακόμα εναντίον των Σπαρτιατών. Ο Ευρυβιάδης σύντομα τούς νικά. Αρχίζει η καταδίωξη. Πρέπει να καταστραφούν ή να αλωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα πλοία. Σουρουπώνει. Ότι έχει απομείνει από τον βαρβαρικό στόλο τρέπεται σε άτακτη φυγή. Πλοία στριμώχνονται και συγκρούονται μεταξύ τους στο στενό Φώρων (σημερινή Δραπετσώνα) – Ψυττάλειας. Την απόλυτη κόλαση για τούς βαρβάρους συμπληρώνουν οι Αιγινήτες που τούς επιτίθενται από τα νώτα και ο Αριστείδης που τούς σφάζει στην Ψυττάλεια. Τα υπολείμματα τού περσικού στόλου, βρίσκουν καταφύγιο στον Φαληρικό όρμο, κάτω από την προστατευτική ομπρέλα δεκάδων χιλιάδων τοξοτών. Είναι τόσο τρομοκρατημένοι, που σύρουν τα πλοία στη στεριά.

Η φθινοπωρινή πανσέληνος φωτίζει ένα αποτρόπαιο θέαμα: Δεκάδες χιλιάδες πτώματα βαρβάρων επιπλέουν ή κείτονται στις ακτές. Σχεδόν ειρωνικά, “στολίζουν” αυτήν την μακάβρια εικόνα, χρυσά περιδέραια και πολύτιμα κοσμήματα, τα οποία φορούσαν οι βάρβαροι. Περίπου 200 περσικά πλοία και 40 Ελληνικά έχουν βυθισθεί. Πολλά περσικά πλοία έχουν αιχμαλωτισθεί. Ο ισχυρότερος στόλος τού κόσμου έχει ολοκληρωτικά ηττηθεί.

Πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου. Οι Έλληνες περισυλλέγουν τούς ηρωικούς νεκρούς τους και τούς θάβουν, με μεγάλες τιμές, σε τύμβο. Αργότερα ανέγειραν μεγαλοπρεπές τρόπαιο στην Ψυττάλεια για τη νίκη τους. Τύμβος και τρόπαιο δεν υπάρχουν σήμερα, καθώς το ανάλγητο ελλαδικό κράτος “φρόντισε” να τα εξαφανίσει. Από τα πλούσια λάφυρα αφιερώνουν το δέκατο στούς θεούς.

Ο Ξέρξης είναι έξαλλος με την πανωλεθρία. Ρίχνει όλο το φταίξιμο στους επιτελείς του. Ο Μαρδόνιος και οι λοιποί στρατηγοί του δεν αισθάνονται να στέκουν καλά τα κεφάλια στους ώμους τους. Ο Ξέρξης είναι δειλός, αν και διαθέτει ακόμα έναν τεράστιο στρατό και έναν μεγάλο στόλο, ενδιαφέρεται μόνο για την σωτηρία του. Την λύση δίνει πάλι η πονηρή Ελληνίδα, η Αρτεμισία. Ξέρει ότι ο Ξέρξης την εκτιμά, καθώς είχε δίκιο για την μη διεξαγωγή της ναυμαχίας και για την ανδρεία που επέδειξε σ’ αυτήν. Μιλά κολακευτικά και διπλωματικά λέγοντας περίπου τα εξής: «Μεγάλε βασιλιά, τον κύριο στόχο σου τον επέτυχες, αφού κατέστρεψες την Αθήνα. Τώρα, άφησε τον Μαρδόνιο, με ένα μεγάλο τμήμα τού στρατού σου, να ολοκληρώσει την υποδούλωση της Ελλάδος. Αν το κατορθώσει, η επιτυχία θα είναι δική σου, αν όχι, η αποτυχία θα είναι δική του». Ο Ξέρξης συμφωνεί απόλυτα. Τα υπολείμματα τού στόλου αποπλέουν άμεσα για την Ασία. Αφήνει τον Μαρδόνιο με 300.000 στρατό (σ.σ. Είναι αυτοί που οι Έλληνες θα κατασφάξουν στις Πλαταιές) και ο ίδιος αναχωρεί δια ξηράς για την Ασία. Στέλνει μάλιστα επειγόντως να κατασκευάσουν γέφυρα στον Ελλήσποντο. Το καταρρακωμένο ηθικό, ο βαρύς χειμώνας εκείνης της χρονιάς, η παντελής έλλειψη επιμελητείας, οι συνεχείς καταδρομικές επιθέσεις των Ελλήνων, απ’ όπου περνούσαν, θα προξενήσουν τρομερές απώλειες σε αυτή τη θλιβερή στρατιά των βαρβάρων, που είχε το θράσος να θέλει να υποδουλώσει την Ελλάδα.

Πρωί της 24ης Σεπτεμβρίου, ο Ελληνικός στόλος αποπλέει προς καταδίωξη τού περσικού. Πολύ αργά. Στην ντροπιαστική φυγή, οι βάρβαροι είναι άφθαστοι. Στην Άνδρο οι Έλληνες σταματούν την καταδίωξη, καθώς πληροφορούνται ότι περσικός στόλος προπορεύεται κατά πολύ.

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, που έκρινε το μέλλον όχι μόνον της Ελλάδος αλλά ολοκλήρου της Ευρώπης, έχει τελειώσει με θρίαμβο των Ελλήνων. Έτσι οι Έλληνες μπορούν ανενόχλητοι να επιστρέψουν στις γνωστές κακές τους συνήθειες: 1) Τον διχασμό: Ο Θεμιστοκλής θέλει ο στόλος να σπεύσει στον Ελλήσποντο να καταστρέψει τις γέφυρες, για να μην επιστρέψουν οι βάρβαροι στην Ασία. Ο Ευρυβιάδης αντιθέτως ισχυρίζεται ότι οι βάρβαροι δεν πρέπει να μείνουν στην Ευρώπη «Ου μενέειν εν τη Ευρώπη». (σ.σ. Σημειώστε ότι οι Έλληνες από τότε μιλούσαν για Ευρώπη). Ευτυχώς επικράτησε η άποψη του Ευρυβιάδη. 2) Την ασθενή μνήμη. 3) Τα “ευήκοα ώτα” στους δημαγωγούς 4) Τον φθόνο για όποιον διακρίνεται: Το 471 π.Χ. ο Θεμιστοκλής εξοστρακίζεται. Εξοστρακίζουν τον ήρωα και σωτήρα τους, επειδή τον φθονούσαν, επειδή οι πολιτικάντηδες της εποχής τον φοβόντουσαν και επειδή οι δημαγωγοί έπεισαν τούς πολλούς ότι δήθεν «κινδύνευε απ’ αυτόν η δημοκρατία». Μετά από πολλές περιπέτειες καταφεύγει στην Αυλή τού βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη, διαδόχου τού Ξέρξη. Ο βασιλιάς έκανε μεγάλες τιμές στον Θεμιστοκλή και τού παραχώρησε μεγάλα εισοδήματα. Όταν επαναστάτησε η Αίγυπτος, ο Αρταξέρξης ζήτησε από τον Θεμιστοκλή τη συνδρομή του στην καταστολή της επανάστασης, αλλά ο Θεμιστοκλής αρνήθηκε να στραφεί ενάντια στα Ελληνικά συμφέροντα και από την άλλη δεν ήθελε να δείξει αχαριστία στο βασιλιά της Περσίας. Έτσι προτίμησε να αυτοκτονήσει.

Σήμερα, μπορεί τα πλοία τού εχθρού να μην κατακλύζουν την θάλασσά μας, μπορεί οι βάρβαροι να μην εκσκάπτουν εκ θεμελίων τις πόλεις μας, αλλά προσπαθούν να μας κάνουν κάτι πολύ χειρότερο. Να μας αφανίσουν ηθικά και βιολογικά ως Έθνος. Μας «εκπαιδεύουν», με τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης, να ενστερνιστούμε ως καλό, ή έστω αναγκαίο κακό, αυτή τη δυστοπική κοινωνία που δημιούργησαν. Θέλουν να καταστρέψουν το Έθνος, που δημιούργησε φιλοσοφία, λογική, αθλητισμό, θέατρο, λογοτεχνία, καλές τέχνες, Ήρωες, τις βάσεις όλων των επιστημών. Το Έθνος που γέννησε ότι αποκαλούμε σήμερα πολιτισμό, που χάρισε στην ανθρωπότητα τη θεία του γλώσσα. Θέλουν να λαφυραγωγήσουν την Ελλάδα για την οποία είπε ο Βολταίρος: «Στην Ελλάδα οφείλουμε το πνεύμα μας και το σύνολο των αρετών μας.»

Επιτέλους! Έφτασε η ώρα να βάλουμε έναν φραγμό στα δολερά σχέδια των παγκοσμιοποιητών. Ας παραμερίσουμε, έστω και προσωρινά, τα αιώνια ελαττώματα της φυλής μας. Ας σταματήσουμε να καταδιώκουμε άδικα τούς άξιους και ικανούς που μπορούν να μας απαλλάξουν από τις δυστυχίες που μας φόρτωσαν οι πολιτικάντηδες. Ιδού «πεδίον δόξης λαμπρόν»: Οι επερχόμενες εκλογές. Δεν θα κάνετε καμία θυσία. Απλώς με ένα μικρό αλλά θαυματουργό χαρτάκι θα αρχίσετε να “ξηλώνετε” αυτό το εχθρικό, ανάλγητο ελλαδικό κράτος. Θα χαρίσετε στην Πρωτεύουσα της Ελλάδος, έναν Δήμαρχο αντάξιο τού Κλέους της πόλης που γέννησε τον Πολιτισμό και την Δημοκρατία.

Θωμάκου Αργυρώ (Ρίκα), (″Φλόγα τού Ταινάρου″)

Υποψήφια Δημοτική Σύμβουλος με τον Συνδυασμό: «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ»