Η σημερινή εισαγγελία του Αρείου Πάγου συνεχίζει σταθερά το έργο των προκατόχων της, όπως αυτό άρχισε να διαφαίνεται με ενάργεια όταν κυριολεκτικώς φορέθηκαν, αλλά μεταφορικώς κατέπεσαν οι μάσκες, που δήθεν μας προφύλασσαν από τον κορονοϊό.

Είναι το έργο ενός προπαγανδιστικού μηχανισμού, μέσω του οποίου γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί, σε φόντο μηδενικής ανοχής για κάθε αντίθετη άποψη, το εκάστοτε κυρίαρχο αφήγημα της Νέας Τάξης Πραγμάτων.

Τον προπαγανδιστικό πυρήνα αυτού του αφηγήματος θα τον βρούμε στην περίφημη WOKΕ ατζέντα, κομμάτι της οποίας είναι η αποδόμηση του έθνους και του φύλου.

Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ενεργώντας σαν υπερευαίσθητος φύλακας άγγελος της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+, φαίνεται ότι λειτουργεί πλέον σαν οργουελική αστυνομία της σκέψης, αφού την παραμικρή αρνητική τοποθέτηση σε βάρος των μελών της την πιθανολογεί ως «ομοφοβική» (ο όρος αυτός λειτουργεί ως ένα προληπτικό τείχος προστασίας για τις πάλαι ποτέ ευάλωτες μειονότητες, οι οποίες πλέον αντιμετωπίζονται αντεστραμμένα ως ένας υπερπολύτιμος θησαυρός, στον οποίο δεν επιτρέπεται για κανέναν λόγο να διανοηθεί κάποιος να απλώσει έστω το μικρό του δαχτυλάκι).

Έτσι, για ψύλλου πήδημα, ζητεί να διερευνηθεί η τυχόν τέλεση αξιόποινων πράξεων, όπως έκανε προσφάτως με τον δήμαρχο Βόλου Αχιλλέα Μπέο, ο οποίος προέβη σε μια αντικασσελακική δήλωση, ταράζοντας τα ευαίσθητα- υποκριτικά ύδατα του κοινωνικοπολιτικού ευσεβισμού (political correctness):

«Κάποιοι δημοσιογράφοι, αντί να κοιτούν την ουσία, κάθονται και ασχολούνται με τον Κασσελάκη, ο οποίος είπε ότι “εγώ θα ήθελα να υιοθετήσω δύο αγόρια”. Δηλαδή τι θέλει να πει; Ότι εμείς οι υπόλοιποι Έλληνες θα υιοθετούμε παιδιά για να τα κάνουμε πούστηδες;».

Όταν, όμως, μια Εισαγγελία παρεμβαίνει στα δημόσια πράγματα εκδίδοντας παραγγελία για μια τέτοια γραφική δήλωση, που θα έπρεπε να είναι προφανές ότι κανένα ποινικό ενδιαφέρον δεν παρουσιάζει, αλλά, ταυτοχρόνως, η ίδια Εισαγγελία είναι παντελώς απούσα σε άλλες, πολύ σοβαρές περιπτώσεις, τότε δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για Εισαγγελία με γονίδια ολοκληρωτισμού, ανήκουσα στους «διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες» .

Η σπουδαιολόγηση των ασόβαρων και ο ευτελισμός των σοβαρών ζητημάτων (άρα η νιτσεϊκή αντιστροφή των αξιών) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα λειτουργίας του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου μας, ο οποίος, βεβαίως, δεν είναι άλλος από τον κόσμο της προπαγάνδας.

Θα ήταν πολύ ωφέλιμο, τόσο για τον Άρειο Πάγο όσο και για την Εθνική Σχολή Δικαστών (η τελευταία δεν έχει τον παραμικρό ανασχετικό φραγμό να διοργανώνει προπαγανδιστικά σεμινάρια για τους ΛΟΑΤΚΙ+), να μελετηθεί το βιβλίο «WOKE. Η καθολική αποδόμηση: έθνος – φύλο – φυλή», στο οποίο περιέχεται μία εξαιρετική συνέντευξη του Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Ονφρέ (Michel Onfray).

Σε αυτήν τη συνέντευξη που τιτλοφορείται «Βιώνουμε ήδη έναν νέο ολοκληρωτισμό!», το προτελευταίο ερώτημα που εκλήθη να απαντήσει ο Ονφρέ είναι το ακόλουθο: «Πώς εξηγούνται οι κατηγορίες για μίσος, ομοφοβία και μη ανεκτικότητα που εκφέρονται εναντίον οποιουδήποτε αμφισβητεί τις “κοινωνικές προόδους”;».

Ο Ονφρέ έδωσε την εξής αποστομωτική απάντηση-ηχηρό ράπισμα κατά της νεοταξίτικης προπαγάνδας:

«[Εξηγούνται] ως η απόδειξη ότι ζούμε σε ένα νέο ολοκληρωτισμό. Διότι στη δικτατορία η διαφωνία ρυθμίζεται όχι μέσω του αντικρατικού διαλόγου, αλλά μέσα από την ποινικοποίηση του αντιπάλου. Στον εικοστό αιώνα φυλακίζαμε, εκτοπίζαμε, εξαφανίζαμε. Σήμερα, υβρίζουμε, αφήνουμε την αγέλη των κοινωνικών δικτύων να κάνει τη δουλειά της ιδεολογικής εκκαθάρισης. Δεν βλέπω σε αυτό παρά την επιβεβαίωση των υποθέσεών μου».

Ο Ονφρέ θα ήταν αδύνατον να μην έχει επικαλεσθεί τον Τζορτζ Όργουελ, εξ αφορμής του οποίου επισημαίνει ότι:

«Όταν ο ιδιωτικός βίος γίνεται […] κρατική υπόθεση, και άρα πολιτική, βρισκόμαστε σε ολοκληρωτικό καθεστώς. Αυτό είναι το συμπέρασμα της Χάννα Άρεντ. […] Οι ολοκληρωτισμοί του χθες ήταν κρανοφόροι, ένοπλοι, αρβυλοφόροι, άρα ορατοί, ευκόλως ταυτοποιήσιμοι. Οι σημερινοί είναι ύπουλοι. Επωφελούνται από την εθελοδουλία που επιτρέπουν οι συνδεδεμένες συσκευές, με πρώτο το κινητό τηλέφωνο. Η πραγματική εξουσία παραμένει αόρατη, αλλά και οι μηχανισμοί αυτής της εξουσίας είναι αόρατοι. Τα δεδομένα που δίνουμε εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιούνται, προφανώς, για να παράγουν κατευθυνόμενες συμπεριφορές: ψυχαναγκαστικές αγορές προϊόντων, αλλά και καλέσματα “στοχασμού“, ή μάλλον αποδοχή της κατήχησης της κυριαρχίας ιδεολογίας – για παράδειγμα, αποδοχής της ανυπαρξίας οποιασδήποτε φυσικής νομοτέλειας και της παντοδυναμίας της τεχνολογικής βούλησης».

Πολύ σημαντική είναι και η τοποθέτηση του Ονφρέ στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν τόσο λίγοι άνθρωποι να ανησυχούν από την τρομακτική επιθετικότητα που εκδηλώνεται από μια δικτατορία η οποία δεν πολτοποιεί το σώμα αλλά την ψυχή:

«Ο εγκέφαλος ο οποίος κατασκευάζεται στα σχολεία, με την εγκατάλειψη των μεθόδων ανάγνωσης που είχαν αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους, με την εκμάθηση της ορθογραφίας, της γραμματικής, της σύνταξης, του ύφους, με την αποστήθιση, δεν είναι πλέον σε θέση να σκέπτεται. Μπορεί μονάχα να αναμασά τον χυλό που δημιουργούν τα όργανα που εργάζονται στην κατήχηση της ιδεολογίας που ονομάζεται μααστριχτική – στην πραγματικότητα, ασυγκράτητα φιλελεύθερη. Το σχολείο, το γυμνάσιο το λύκειο, το πανεπιστήμιο αποτελούν τους κύριους χώρους αυτής της προπαγάνδας. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν τα ιδιωτικά και δημόσια μέσα ενημέρωσης, που επιδοτούνται από το καθεστώς, καθώς και ο χώρος των εκδόσεων. Ο εγκέφαλος μοιάζει με ατροφικό μυ: με τέτοια υποκατάστατα γνώσης πώς είναι δυνατόν να κάνουμε το ένα ορθολογικό βήμα μετά το άλλο;»

Ο Ονφρέ λησμόνησε να εντάξει στους κύριους χώρους της προπαγάνδας και τη Δικαιοσύνη, η οποία σε εποχές ολοκληρωτισμού, έστω κατά πλειοψηφία, αποτελεί έναν από τους κινητήριους μοχλούς του «καθεστώτος».

Λίγες αράδες παρακάτω, ο Ονφρέ καταλήγει σε ένα ζοφερό συμπέρασμα:

«Αυτοί οι δύο ολοκληρωτισμοί διαφέρουν στη μορφή, βεβαίως, αλλά θέλουν το ίδιο πράγμα: την υποτέλεια μίας αποχαυνωμένης μάζας που υποβάλλεται στο δόγμα τους. Σίγουρα, οι πρώτοι σκότωναν ανοιχτά, δηλητηρίαζαν, εκτόπιζαν, ενώ η εκκαθάριση των ανθρώπων σήμερα πραγματοποιείται χαμηλόφωνα και σιωπηλά».

Βεβαίως, επειδή η Ελλάδα μένει πάντοτε λίγο πίσω στις εξελίξεις, ο εγχώριος ολοκληρωτισμός διαθέτει ακόμη χαρακτηριστικά και από τον παλαιό-παραδοσιακό και από τον νέο-υβριδικό ολοκληρωτισμό. Γι’ αυτό, αφενός ξεχύνονται κατά του… αιρετικού δημάρχου τα νεοταξίτικα, πουλημένα ή πλανεμένα ροτβάιλερ, αφετέρου δε, παρεμβαίνει η Εισαγγελία!

Αν… βελτιωθούμε λιγάκι, όλη τη βρόμικη δουλειά θα την κάνουν εφεξής τα κανιβαλιστικά ροτβάιλερ!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σε κάποια ροτβάιλερ που δεν έχουν ιδέα από Ποινικό Δίκαιο αλλά πληκτρολογούν με το πάθος του ψευτοδικαιωματισμού θα ήταν απαραίτητο να τεθεί… φίμωτρο! Το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι και η «κουτσή Μαρία» (άραγε, ανήκει πλέον και αυτή η φράση στο πεδίο της ρατσιστικής γλώσσας, στο μέτρο που θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι μέσω αυτής υποδηλώνεται αναπηροφοβία;) μπορεί να πάρει μια ψηφιακή ντουντούκα και ν’ αρχίζει να φωνάζει ό,τι της καπνίσει. O tempora, o mores!

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*

Ποινικολόγος, πρώην πανεπιστημιακός καθηγητής Ποινικού Δικαίου