Η εμμονή της ακρίβειας, και όχι τόσο το ύψος του πληθωρισμού, είναι πλέον αυτό που ανησυχεί το οικονομικό επιτελείο, αφού ύστερα από δύο χρόνια υψηλού πληθωρισμού η αγοραστική δύναμη των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων έχει μειωθεί στο 65%, ενώ τα εισοδήματα στην Ελλάδα βρίσκονται στο 69% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. 

Ο πληθωρισμός ως μέγεθος, μετά την κορύφωσή του στο 9,3% το 2022 (σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή), παραμένει σε πτωτική τροχιά σε ορίζοντα έτους. Φέτος θα έχουμε πληθωρισμό κάτω από 3%, από 3,6% το 2023. Τούτο, βέβαια, εφόσον δεν έχουμε κάποια απότομη ανοδική τάση στον τομέα της ενέργειας, λόγω της κλιμάκωσης το τελευταίο διάστημα της κρίσης στη Μέση Ανατολή. Προς το παρόν, η πίεση που έστειλε την τιμή του αργού μετά τις πρώτες συγκρούσεις στην Υεμένη πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι έχει πλέον υποχωρήσει, ενώ η τιμή του φυσικού αερίου συνεχίζει αργά αλλά σταθερά τη μείωσή της, με την τιμή στο τέλος της εβδομάδας να έχει φτάσει τα 29 ευρώ τη θερμική μεγαβατώρα. 

Βεβαίως, για το 2024 η νευρικότητα στις τιμές της ενέργειας θα έχει άμεση επίδραση στον πληθωρισμό, καθώς οι τιμές που θα διαμορφώνονται θα συγκρίνονται πλέον με τις σημαντικά χαμηλότερες τιμές του 2023. Ως γνωστόν, μια αύξηση των τιμών της ενέργειας μπορεί να αυξήσει άμεσα και το επίπεδο του μέσου πληθωρισμού, αφού ένα ποσοστό από 10% έως και 25% μετακυλίεται σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του καλαθιού του “πληθωρισμού”.

Η εμμονή των υψηλών τιμών 

Η πραγματική ανησυχία του οικονομικού επιτελείου είναι η εμμονή των τιμών σε υψηλά επίπεδα. Ειδικά τα τρόφιμα, παρά τη μικρή επιβράδυνση των ανατιμήσεών τους από το 9,9% τον Οκτώβριο στο 8,9% τον Δεκέμβριο, λειτουργούν σωρευτικά για τις τιμές στο ράφι, καταγράφοντας σε μέσα επίπεδα αύξηση 50% από τις αρχές του 2022. Το τελευταίο τρίμηνο του 2023 ο πληθωρισμός των τροφίμων επιταχύνθηκε από τις αυξήσεις κατά 64,5% στις τιμές του ελαιολάδου και 13%-15% στις τιμές των νωπών φρούτων και λαχανικών. Το τελευταίο επέτεινε το αίσθημα της ακρίβειας, αφού οι τιμές και στις −θεωρητικά οικονομικότερες− λαϊκές αγορές έγιναν πλέον ασύμφορες.

Ωστόσο, εκτός από τις μεγάλες αυξήσεις στα τρόφιμα, έχουμε σταδιακά νέες αυξήσεις σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που μετρά ο δείκτης τιμών καταναλωτή. Αυτό φαίνεται, άλλωστε, και από την αναστροφή της τάσης όχι μόνο για τον γενικό δείκτη, αλλά και για τον δομικό πληθωρισμό για τον Δεκέμβριο. Με βάση τις μετρήσεις της Eurostat, o δομικός πληθωρισμός –ο οποίος ήταν σταθερά πάνω από τον μέσο πληθωρισμό το προηγούμενο τρίμηνο– έφτασε ξανά τον Δεκέμβριο στο 3,9%, από 3,7% τον Νοέμβριο και 4,4% τον Οκτώβριο. Αυτή ήταν και η βασική αιτία για την αύξηση του εθνικού δείκτη τιμών καταναλωτή στο 3,5% τον Δεκέμβριο, από 3% τον Νοέμβριο, και όχι τόσο η αύξηση του πετρελαίου ή των τροφίμων.

Οι προσπάθειες για συγκράτηση των τιμών 

Οι προσπάθειες για τη συγκράτηση των τιμών από το υπουργείο Ανάπτυξης επικεντρώνονται στο να περιοριστούν οι ανατιμήσεις στις υπεραγορές, από τις οποίες ψωνίζει η μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών. Οι παρεμβάσεις στις τιμές μεγάλων πολυεθνικών, της κατάργησης των προσφορών και οι συνεχείς έλεγχοι δεν έχουν άλλο στόχο από το να συγκρατήσουν σε πρώτη φάση τις ανατιμήσεις. Θα είναι όμως απαραίτητη άλλη μία προσπάθεια, ίσως πιο έντονη από την τωρινή, για την αποκλιμάκωση των μεγάλων αυξήσεων τις οποίες έχουν σωρεύσει είδη όπως τα γαλακτοκομικά, τα κρέατα, τα δημητριακά και το ψωμί και, φυσικά, τα νωπά φρούτα και τα λαχανικά. 

Η αντιμετώπιση της ακρίβειας θα έχει αντιπάλους, εκτός από τις τιμές, το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, την ατελή λειτουργία του ανταγωνισμού, τη συγκέντρωση της αγοράς σε λίγες πολυεθνικές εταιρείες και μεγάλο αριθμό μικρών καταστημάτων τροφίμων, τα οποία δεν μπορούν να πετύχουν ανταγωνιστικές τιμές από τους προμηθευτές τους. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος της ακρίβειας θα πρέπει να είναι μακρύς και δύσκολος αν θέλει η κυβέρνηση την εξομάλυνση των τιμών. Η οριζόντια μείωση των τιμών για όλα τα προϊόντα είναι πλέον μια ανάμνηση του παρελθόντος, αφού η ανάπτυξη είναι θετική και τα εισοδήματα αναμένεται να αυξηθούν φέτος κατά 7,4%. από Capital.gr