Του Γιώργου Χατζηδημητρίου

Προ καιρού, σχολιάζοντας από τη στήλη την οξύτατη στεγαστική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα, είχα γράψει εν κατακλείδι ότι φοβάται κανείς να σηκώσει το τηλέφωνο μήπως στην άλλη γραμμή τον καλεί ο ιδιοκτήτης κι έλθει αντιμέτωπος με νέες αξιώσεις.

Φαίνεται πως ή ο άνθρωπος αυτός είναι φανατικός μου αναγνώστης ή κάποιος «εκεί πάνω» αποφάσισε να παίξει μαζί μου και να δοκιμάσει την πίστη μου. Την επόμενη μέρα κουδούνισε το τηλέφωνο, καταμεσής στο Αιγαίο. Με ύφος περίλυπο για την περίσταση, ο ιδιοκτήτης, που με τη σύζυγο εισπράττει δύο μισθά από το Δημόσιο και μένουν σε δικό τους σπίτι στο νησί («κάνουμε αποκέντρωση» το λένε αυτό, όταν είσαι αραχτός στο πατρικό σου και το κορόιδο στην Αθήνα σκίζεται να βρει τα λεφτά για το νοίκι…), μου ανακοίνωσε ευγενικά ότι πρέπει να του αδειάζω σιγά σιγά τη γωνιά, γιατί θέλει να ετοιμάσει το σπίτι για τα παιδιά του, τα οποία -το ‘χει δέσει κόμπο!- πρόκειται το καλοκαίρι να περάσουν στο πανεπιστήμιο…

«Εντάξει, μπορούσες να βρεις μια καλύτερη δικαιολογία» του λέω, κλείνοντας απότομα τη συζήτηση, και αφού του θυμίζω ότι, άμα θέλω, μπορώ να μείνω έναν χρόνο ακόμα, πράγμα που, όπως κατάλαβα, τον ζόρισε κάπως, υποσχέθηκα ότι θα του αδειάσω τη γωνιά, ευχήθηκα καλή τύχη στα βλαστάρια του και κλείσαμε καθένας με διαφορετικά συναισθήματα. Αυτός με ευγνωμοσύνη γιατί θα απαλλαγεί από μένα και τώρα θα μοσχοπουλήσει την ιδιοκτησία του στην Golden Visa ή θα τροποποιήσει το διαμέρισμα για βραχυχρόνιες μισθώσεις κι εγώ βρίζοντας την άδικη τύχη μου που, τόσα χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος, κάτι δεν έχω κάνει καλά κι είμαι ακόμα στους δρόμους.

Το Airbnb… Αυτή η μάστιγα τα κάνει όλα. Τους ακούω απ’ τα χαράματα τους νέους εχθρούς που σέρνουν τις τροχήλατες βαλίτσες τους κατηφορίζοντας στη γειτονιά, την ώρα που κάνω το πρώτο μου τσιγάρο με τον πρωινό καφέ. Σε λίγη ώρα μέσα έχουν τακτοποιηθεί, έχουν βρει τα μέρη όπου θα ψωνίσουν εφόδια και επιστρέφουν στο σπίτι χαρωποί με σακούλες. Νέο είδος ανθρώπου, που διαμορφώνει και νέο είδος κοινωνικών σχέσεων. Ό,τι απέμεινε από τις παλιές γειτονιές, ο φούρναρης, ο μπακαλάκος, ο μικρομανάβης, που γνώριζε τις συνήθειες και τα χούγια σου κι άμα λάχει είχες πρόσωπο να τον πληρώσεις την επόμενη μέρα, αλέθονται κάτω από τις νέες ερπύστριες που φαινομενικά δεν έχουν τίποτε εχθρικό.

Βεβαίως, δεν είναι ώρα για νοσταλγικά αφιερώματα, επειδή το θέμα, όπως πάντα συμβαίνει, είναι καθαρά πολιτικό. Λείπουν σπίτια, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να το αντιμετωπίσει με ένα γενναίο στεγαστικό πρόγραμμα, έχει μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα ατελείωτο real estate, όπου η διεθνής τής διαφθοράς, οι φοροφυγάδες και οι Ισραηλινοί ξεπλένουν χρήμα συντηρώντας τη φούσκα των ακινήτων. Κάτι που δεν τον χαλάει ιδιαίτερα τον Μητσοτάκη, αφού μεγάλωσε σε αυτόν τον βιότοπο…