Ο απόηχος των πυροβολισμών και των εκρήξεων δεν είχε υποχωρήσει εντελώς την Παρασκευή (22/3), όταν Ρώσοι και Ουκρανοί αξιωματούχοι άρχισαν να ανταλλάσσουν κατηγορίες, επιρρίπτοντας ευθύνες ο ένας στον άλλον για τη σφαγή σε μία αίθουσα συναυλιών της Μόσχας που άφησε πίσω περισσότερους από 130 νεκρούς.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν υποσχέθηκε το Σάββατο να τιμωρήσει τους υπεύθυνους για αυτό που αποκάλεσε «προμελετημένη μαζική δολοφονία άοπλων ανθρώπων» και έδειξε την Ουκρανία ως υπεύθυνη για το μακελειό, κάτι που το Κίεβο αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Σε μια προσπάθεια να διαμορφώσουν ένα αφήγημα μετά την επίθεση, και οι δύο πλευρές ήταν αποφασισμένες να εδραιώσουν την άποψή τους ως κυρίαρχη. Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ προειδοποίησε την Ουκρανία οτι θα ζήσει την «κόλαση» αν πράγματι είχε ρόλο στην επίθεση.

«Εάν διαπιστωθεί ότι πρόκειται για τρομοκράτες του καθεστώτος του Κιέβου, πρέπει να βρεθούν όλοι και να καταστραφούν ανηλεώς ως τρομοκράτες», έγραψε ο Μεντβέντεφ. «Οι επίσημοι εκπρόσωποι του κράτους» δεν θα μείνουν άτρωτοι, πρόσθεσε.

Το Κίεβο ανταπέδωσε απέναντι στη Μόσχα και τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών HUR της Ουκρανίας κατηγόρησε τις «ειδικές υπηρεσίες του Πούτιν» ότι πυροβολούσαν σκόπιμα τους θεατές της συναυλίας με καμουφλαρισμένες στολές, λέγοντας ότι ήταν μια «σκόπιμη πρόκληση» που αποσκοπούσε να δικαιολογήσει «ακόμη πιο σκληρές επιθέσεις στην Ουκρανία».

«Η δημόσια εκτέλεση ανθρώπων στη Μόσχα θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως η απειλή του Πούτιν για ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση και επέκταση του πολέμου», προειδοποίησε η HUR. «Ο Πούτιν έχει μεγάλη εμπειρία στην οργάνωση τέτοιων τρομοκρατικών επιθέσεων για να ενισχύσει τη δική του εξουσία», πρόσθεσε το πρακτορείο.

Το αιματηρό παρελθόν

Αυτή ήταν μια συγκαλυμμένη αναφορά σε μια σειρά εκρήξεων το 1999 σε τέσσερις πολυκατοικίες στις πόλεις Μπουινάκσκ, Μόσχα και Βολγκοντόνσκ που σκότωσαν περισσότερους από 300 ανθρώπους και τραυμάτισαν χίλιους άλλους. Οι εκρήξεις πυροδότησαν τον Δεύτερο Πόλεμο της Τσετσενίας, ο οποίος ενίσχυσε τη δημοτικότητα του τότε πρωθυπουργού Βλαντιμίρ Πούτιν, βοηθώντας τον να επιλεγεί από τον Μπόρις Γέλτσιν για να τον διαδεχθεί ως πρόεδρος της Ρωσίας.

Για χρόνια, παραμένουν σοβαρά ερωτήματα για τις επιθέσεις της εποχής εκείνης, καθώς ορισμένοι ισχυρίζονται οτι πραγματοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας της ίδιας της Ρωσίας για να δικαιολογήσουν τον πόλεμο στην Τσετσενία.

Οι αλληλοκατηγορίες ανάμεσα στη Μόσχα και το Κίεβο διεκόπησαν από το Ισλαμικό Κράτος που ανέλαβε την ευθύνη για τη σφαγή στην αίθουσα συναυλιών Crocus City Hall στο βόρειο προάστιο Kρασνογκόρσκ της Μόσχας.

Πράγματι, η επίθεση στη Μόσχα θυμίζει την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους το 2015 στο θέατρο Μπατακλάν στο Παρίσι που άφησε πίσω 90 νεκρούς. Οι πυροβολισμοί της Παρασκευής είχαν επίσης ομοιότητες με την πολιορκία του θεάτρου Nord Ost το 2002, όταν μια ομάδα Τσετσένων ενόπλων και γυναικών κατέλαβαν ένα κατάμεστο θέατρο στην ανατολική Μόσχα και απαίτησαν τον τερματισμό του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας. Η επιχείρηση διάσωσης από τις ρωσικές ειδικές δυνάμεις, που χρησιμοποίησαν ένα θανατηφόρο αέριο ύπνου, άφησε περισσότερους ομήρους νεκρούς από αυτούς που σκοτώθηκαν από τους Ισλαμιστές ένοπλους.

To μήνυμα του Ισλαμικού Κράτους

Πολλά μέλη της ισλαμιστικής τσετσενικής αυτονομιστικής ομάδας πίσω από την επίθεση στο θέατρο εντάχθηκαν στην τρομοκρατική ομάδα Ισλαμικό Κράτος, επίσης γνωστή ως ISIS, στη Συρία. Οι Τσετσένοι άρχισαν να φτάνουν στη Συρία από το 2011. Αποτελούσαν το δεύτερο μεγαλύτερο απόσπασμα ξένων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και ο αριθμός τους ήταν επίσης δυσανάλογα υψηλός στη φατρία της «Αλ Κάιντα» στη Συρία. Σκληροί στη μάχη και έμπειροι, αρκετοί Τσετσένοι έγιναν διοικητές του Ισλαμικού Κράτους, συμπεριλαμβανομένων των Ουμάρ Σισάνι και Σαλαχουντίν Σισάνι, σύμφωνα με μελέτη του Neil Hauer για το Ατλαντικό Συμβούλιο.

Οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας υπολογίζουν ότι 1.700 έως 3.000 Τσετσένοι, μαζί με άλλους μαχητές από τον Βόρειο Καύκασο, πήγαν στη Συρία για να πολεμήσουν. Οι μετριοπαθείς αντάρτες της Συρίας πάντα υποψιάζονταν ότι οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών ήθελαν να τους ενθαρρύνουν να πάνε, διευκολύνοντας τη φυγή τους με διαβατήρια, τόσο για να τους ξεφορτωθούν όσο και για να αναστατώσουν και να διχάσουν ομάδες ανταρτών που πολεμούν τον σύμμαχο της Ρωσίας, Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ.

Οι αντάρτες κατά του Άσαντ κατηγόρησαν επίσης τη συριακή κυβέρνηση ότι συνεργάζεται με το Ισλαμικό Κράτος για να τους αποδυναμώσει και όταν εξυπηρετούσε τακτικούς στρατιωτικούς σκοπούς. Το Ισλαμικό Κράτος φαινόταν συχνά το 2015 και το 2016 να μοχλεύει τη ρωσική επέμβαση, πιέζοντας επιθέσεις εναντίον μετριοπαθών ανταρτών, καθώς στοχοποιούνταν από ρωσικές αεροπορικές επιδρομές.

Εικασίες για την Παλμύρα

Οι αντάρτες υποστήριξαν ότι η Δαμασκός και η Μόσχα έπαιξαν ένα περίπλοκο διπλό παιχνίδι, χρησιμοποιώντας τζιχαντιστές, σχεδιάζοντας να σαμποτάρουν αποτελεσματικά την επανάσταση κατά του Άσαντ και να την χρωματίσουν ως εξτρεμιστική. Τον Μάιο του 2015, η ευκολία με την οποία το Ισλαμικό Κράτος μπόρεσε να καταλάβει την αρχαία πόλη της Παλμύρας ώθησε ορισμένους στρατιωτικούς παρατηρητές να υποθέσουν ότι ο Άσαντ και η Ρωσία σκόπιμα εγκατέλειψαν την τοποθεσία —με τα μοναδικά ερείπια και τα αναντικατάστατα αρχαία αντικείμενα και θησαυρούς— για να κερδίσουν τη συμπάθεια της Δύσης.

Οι μετριοπαθείς αντάρτες είπαν ότι η συνεργασία ήταν σαφής κατά καιρούς μεταξύ της Ρωσίας και του καθεστώτος Άσαντ και του Ισλαμικού Κράτους. Ένας ηγέτης παραπονέθηκε σε αυτόν τον ανταποκριτή το 2015 ότι «όταν το ISIS προσπαθεί να εισβάλει στις θέσεις μας, το καθεστώς Άσαντ και οι Ρώσοι τους υποστήριξαν με αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμούς». Αλλά αυτός ο γάμος συμφέροντος δεν βοήθησε στη συνέχεια τη Ρωσία με τους ριζοσπάστες ισλαμιστές από την Τσετσενία και τον Βόρειο Καύκασο, οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν απειλή για τη Ρωσία.

Οι υπηρεσίες ασφαλείας της FSB της Ρωσίας λένε ότι έχουν αποτρέψει δεκάδες συνωμοσίες του Ισλαμικού Κράτους τα τελευταία χρόνια και νωρίτερα αυτόν τον μήνα ισχυρίστηκαν ότι σκότωσαν δύο υπηκόους του Καζακστάν κοντά στη Μόσχα. Είπαν επίσης ότι μισή ντουζίνα ένοπλοι του Ισλαμικού Κράτους σκοτώθηκαν σε πυροβολισμούς στην Ινγκουσετία αυτόν τον μήνα.

Παρά την ανάληψη ευθύνης του Ισλαμικού Κράτους για τη σφαγή της Παρασκευής στη Μόσχα, το Κρεμλίνο πιθανότατα θα εκμεταλλευτεί τις δολοφονίες στην αίθουσα συναυλιών για να περάσει τα μηνύματα που θέλει. Η κυβέρνηση του Πούτιν πιθανότατα θα συνεχίσει να υποδηλώνει ότι η Ουκρανία εμπλέκεται με κάποιο τρόπο, παρόλο που η επίθεση ήταν «μια τρομοκρατική ενέργεια, τελεία», όπως υποστήριξε ο Σαμ Γκριν, αναλυτής στο Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής, σε ανάρτησή του στο X.

Πώς θα εκμεταλλευθεί την επίθεση το Κρεμλίνο

«Εχοντας αποτύχει να το αποτρέψει, το Κρεμλίνο πιθανότατα θα αναζητήσει έναν τρόπο να το χρησιμοποιήσει, κάτι που μπορεί να σημαίνει ότι κατηγορεί την Ουκρανία», έγραψε ο Γκριν, ενώ προειδοποίησε: «Το γεγονός ότι το Κρεμλίνο θα χρησιμοποιήσει την επίθεση για πολιτικούς σκοπούς δεν σημαίνει οτι το ενορχήστρωσε».

Μόλις ο Γκριν δημοσίευσε την ανάρτησή του, ο ίδιος ο Ρώσος ηγέτης, Βλαντιμίρ Πούτιν, ισχυρίστηκε σε εκπομπή ότι οι δράστες τράπηκαν σε φυγή από το σημείο και «ταξίδευαν προς την Ουκρανία». Στην πρώτη του δημόσια δήλωση για την επίθεση πρόσθεσε: «Βρέθηκαν και συνελήφθησαν και οι τέσσερις δράστες. Προσπάθησαν να κρυφτούν και κινήθηκαν προς την Ουκρανία, όπου προηγουμένως είχε προετοιμαστεί ένα παράθυρο για να περάσουν τα σύνορα».

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Ντμίτρο Κουλέμπα, χαρακτήρισε τις ρωσικές κατηγορίες «σχεδιασμένη πρόκληση από το Κρεμλίνο για να τροφοδοτήσει περαιτέρω την αντι-ουκρανική υστερία στη ρωσική κοινωνία», με στόχο να «υποτιμήσει την Ουκρανία στα μάτια της διεθνούς κοινότητας»

Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είπαν ότι προειδοποίησαν τη Ρωσία νωρίτερα αυτόν τον μήνα για επικείμενη τρομοκρατική απειλή, δήλωσαν ότι πιστεύουν ότι ένα παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους που εδρεύει στο Αφγανιστάν, γνωστό ως Iσλαμικό Κράτος του Χορασάν, βρίσκεται πίσω από την επίθεση. Η Μόσχα, η οποία απέρριψε δημόσια τις ανησυχίες της Ουάσιγκτον, αντιμετωπίζει τώρα μια δυνητικά σοβαρή νέα απειλή καθώς το Κρεμλίνο διεξάγει έναν δαπανηρό πόλεμο φθοράς κατά της Ουκρανίας, όπου εισέβαλε το 2022.