Από την (πορνο)τι-βί στην Ευρωβουλή

Αντί στις ερχόμενες ευρωεκλογές να θέτουν υποψηφιότητα άνθρωποι με ειδικές γνώσεις, κατεβαίνουν διάσημοι τηλεμαϊντανοί. Η υψηλή τέχνη της πολιτικής γελοιοποιείται ασταμάτητα, ανασκολοπιζόμενη στα τάρταρα του κομπογιαννιτισμού

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*

Αμέτρητοι τηλεαστέρες μαζεμένοι στα ψηφοδέλτια των ευρωεκλογών: Πανελίστες, ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές, μετεωρολόγοι, σεισμολόγοι, αλλά και πρώην σκηνοθέτιδες πορνό, θα βράσουν μαζί στην ίδια εκλογοκατσαρόλα, στην οποία οι ελάχιστες σοβαρές υποψηφιότητες θα θυμίζουν καρύκευμα που ρίχνουν οι εκλογομάγειρες για να καλύψουν την ανοστιά του κοχλάζοντος φυράματος.

Από την τι-βί στην ευρωβουλή, και η ουλή της δημοκρατίας αιμορραγεί ακατάσχετα. Ο ανάποδος κόσμος σε όλο του το μεγαλείο: Αντί στις ερχόμενες ευρωεκλογές να θέτουν υποψηφιότητα άνθρωποι με ειδικές γνώσεις, εκλεκτοί στο πνεύμα και στο ήθος, εκείνοι που διαγωνίζονται για μια θέση στο ευτελισμένο εκλογικό παλκοσένικο είναι ιδίως οι διάσημοι τηλεμαϊντανοί. Η υψηλή τέχνη της πολιτικής γελοιοποιείται ασταμάτητα, ανασκολοπιζόμενη στα τάρταρα του κομπογιαννιτισμού.

ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ

Βεβαίως, η κατάσταση αυτή δεν διαμορφώθηκε εν μια νυκτί. Είναι το αποτέλεσμα της υπονόμευσης της πολιτικής τέχνης από διεφθαρμένους πολιτικούς που δεν ενδιαφέρονταν να προασπίσουν τα συμφέροντα της πατρίδας και του λαού, αλλά επεδίωκαν να δρέψουν ατομικές δάφνες, να θρέψουν τον ναρκισσισμό τους και να αβγατίσουν τα χρήματά τους, μη διστάζοντας να εξολοθρεύουν πολιτικούς αντιπάλους χρησιμοποιώντας όχι μόνο τον ανεμιστήρα της προπαγανδιστικής λάσπης, αλλά ακόμη και τον γεμιστήρα ενός πραγματικού όπλου.

Αφού, λοιπόν, οι πολιτικοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αμαυρώσουν την πολιτική εικόνα τους, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να προλειανθεί το έδαφος για την αντικατάσταση των πολιτικών από τους σπεσιαλίστες της εικόνας. Έχοντας, μάλιστα, στραπατσαρισμένη την εικόνα τους, οι πολιτικοί αποζητούν την αποκατάστασή της μέσω της υπερέκθεσής τους στην τηλεοπτική οθόνη. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο του προεκλογικού αγώνα πρωτοκλασάτοι δημοσιογράφοι αλλά και παρουσιαστές των πρωινάδικων έχουν οργανώσει μια γιγάντια «επιχείρηση λίφτινγκ» των υποψηφίων, ορθότερα: των συνυποψηφίων τους.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑ

Κριτήριο επιλογής του ονόματος που θα σταυρωθεί δεν (πρέπει να) είναι η ικανότητα αλλά η αναγνωρισιμότητά του και το «γκελ» που κάνει το όνομά του στην κοινή γνώμη. Άρα, οι ψηφοφόροι δέχονται να αυτοεξαπατώνται, συμμετέχοντας σε μια εκλογική διαδικασία που αντιγράφει την δομή μιας καλοστημένης θεατρικής παραστάσεως ή θυμίζει το πανηγυράκι της Γιουροβίζιον – η καινοτομία της (οπωσδήποτε διαβλητής) επιστολικής ψήφου επιτείνει την ομοιότητα των ευρωοεκλογών με την ψηφοφορία για τα καλύτερα τραγούδια μέσω SMS.

Σε ένα άρθρο με τίτλο «Καταχραταί Δημοκρατίας» δημοσιευμένο στο περιοδικό «Εικόνες» της 1ης Μαρτίου 1963, ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου (συγγραφέας του κλασικού βιβλίου «Πολιτική Αγωγή») περιέγραφε με εκπληκτική ακρίβεια το φαινόμενο της διαχρονικής σήψης των πολιτικών:

«Η πολιτική κανονικώς πρέπει ν’ αποτελή ένα είδος ανελκυστήρος διά την ανύψωσιν από τα σπλάχνα του έθνους του εκλεκτότερου τμήματός του και την προώθησίν του προς την υπεύθυνον, συνεπή και δημιουργικήν διακυβέρνησιν των κοινών. Εις την Ελλάδα, όμως, όσον παρέρχεται ο καιρός, τόσον ο ανελκυστήρ αυτός υφίσταται την επιδρομήν απιθάνων ατόμων. Οι περισσότεροι από τους “πολιτισμένους” δεν έχουν καμμίαν προπαίδειαν διά τα κοινά, καμμίαν ιδέαν, καμμίαν συνέπειαν· κρούουν τα πύλας όλων αλληλοδιαδόχως των κομμάτων, έρπουν και πηδούν και, αν επιτύχουν μίαν φοράν να εκλεγούν βουλευταί, είναι έτοιμοι διά κάθε χαμέρπειαν, όπως εξασφαλίσουν την επανεκλογήν των.

Είναι ασφυκτικόν διά κάθε τίμιον πολίτην το ήθος της μεγάλης πλειονότητος εκείνων που έχουν ως επάγγελμα την πολιτικήν. Μεταπηδούν ως αίλουροι από το ένα κόμμα εις το άλλο, καπηλεύονται ασυστόλως ιδέας, αλληλοϋπονομεύονται ανάνδρως, συνάπτουν ατίμους συμμαχίας, εμφανίζονται ότι ανήκουν εις μίαν παράταξιν και γίνονται χαμερπείς υπηρέται άλλης, ψεύδονται ασυστόλως, θεωρούν ευφυΐαν την διαστροφήν της αληθείας και την αδιαφορίαν διά την αντικειμενικότητα, δημοκοπούν αγρίως και χωρίς καμμίαν συναίσθησιν ευθύνης όταν ευρίσκωνται εκτός της εξουσίας, παίζουν θέατρον μέσα εις την Βουλήν και ανταλλάσσουν με τους αντιπάλους των εγκαρδίους χειραψίας και υπηρεσίας εκτός αυτής και προσπαθούν να διατηρούν τους ψηφοφόρους των με κουμπαριές (το Πάσχα του 1962 οι 300 βουλευταί της παρούσης Βουλής έκαναν 900 βαφτίσια και εστεφάνωσαν 600 ζεύγη) και ως διεκπεραιωταί των προσωπικών μικροϋποθέσεών των…

Εν ονόματι της δημοκρατίας και υπό την ιδιότητα των “αντιπροσώπων του έθνους” έχουν αποκτήσει νοοτροπίαν πλήρους ασυδοσίας. Θεωρούν τους εαυτούς των υπεράνω του νόμου και την Ελλάδα κτήμα των. Κάμνουν όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως και ιδεολογίας –δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί– εξοργιστικήν κατάχρησιν των προνομίων, τας οποίας τους εξασφαλίζει το Σύνταγμα, και περιφρονούν χυδαίως τα καθήκοντα τα οποία τους επιβάλλει το ίδιον Σύνταγμα. Η νοοτροπία των είναι νοοτροπία “κάστας” κατακτητών».

ΗΘΟΠΟΙΙΑ

Επίσης, αν αναχθούμε στα μέσα ακριβώς του 20ού αιώνα, στην εφημερίδα «Ελευθερία» της 1ης Ιουλίου 1951 (σελ. 3) θα βρούμε ένα ανυπόγραφο άρθρο των Τάιμς Ν. Υόρκης με τίτλο «Τηλεόρασις: Μια επανάστασις. Μεταβάλλει την πολιτικήν και την κοινωνικήν ζωήν των λαών…». Ο συντάκτης του άρθρου έκανε την ακόλουθη επισήμανση, η οποία εν έτει 2024 είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε επίκαιρη:

«Ο πολιτικός του μέλλοντος θα πρέπει να έχει προσόντα ηθοποιίας και εμφανίσεως (ήδη ο διορισμός του Χάλλεη [ενν.: ο Rudolph Halley] –ως προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Ν. Υόρκης– αποδίδεται εις την φωτογένειάν του και εις τας μακράς ώρας της ενώπιον της Τηλοψίας συμπαθούς εμφανίσεώς του».

Έξοχα συνοψίζει την στενή συγγένεια του σύγχρονου πολιτικού με τον ηθοποιό ο Τόμας Μάγερ (Thomas Meyer), καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ, με τα εξής λόγια:

«Η εμφάνιση στην τηλεόραση απαιτεί από τον πολιτικό προπάντων υποκριτικές ικανότητες, οι οποίες δεν αντιστοιχούν αναγκαστικά στην πολιτική του προσφορά, έχουν όμως αποφασιστική σημασία για την πολιτική του επιτυχία· επιτυχής θεωρείται ο πολιτικός που διαθέτει υποκριτικές ικανότητες ακόμη κι αν οι πολιτικές του ικανότητες υστερούν. Αντίστροφα, η πολιτική προσφορά ωχριά, αν δεν υπάρχει το χάρισμα της παράστασης στα μέσα». (Μάγερ, Η πολιτική ως θέατρο. Η νέα εξουσία της ηθοποιίας, μτφ.: Θ. Παρασκευόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, 2000, σελ. 160).

Άρα, για να το πούμε όσο πιο ωμά γίνεται: ο καλός πολιτικός του 21ου αιώνα είναι ένας επιδέξιος θεατρίνος-απατεώνας! Για να αποσπάσει την πολυπόθητη εμπιστοσύνη του ψηφοφόρου, πρέπει να μιλά στην καρδιά του με όσο πιο σαγηνευτικά λόγια μπορεί, τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια και να εκμεταλλεύεται τον πόνο του, πουλώντας του φούμαρα με μεταξωτές κορδέλες.

ΓΝΗΣΙΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ

Δυστυχώς, σε αυτές τις ευρωεκλογές, εκτός από τις τι-βι περσόνες, το στέμμα των εκλογικών καλλιστείων διεκδίκησαν και κάποιοι γνήσιοι απατεώνες που, από το ξέσπασμα της πανδημίας και έπειτα, με την μάσκα του αντισυστημικού αφυπνιστή, προχωρούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ηλεκτρονική περιφορά «εξωεκκλησιαστικού δίσκου».

Στην γλώσσα του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου, όμως, ο αντισυστημικός αφυπνιστής είναι συστημικός εγκλωβιστής όλων εκείνων των πολιτών που υφίστανται το μαρτύριο της έξυπνης, πολυμορφικής δικτατορίας. Πρόκειται για το γνωστό είδος των ανθρωποειδών που ανθεί ιδίως σε μονοκομματικά καθεστώτα τα οποία χρησιμοποιούν κοινοβουλευτικό μανδύα και, για να πετύχουν τον σκοπό του ύπουλου, εκ των ένδον ροκανίσματος της δημοκρατίας, εφαρμόζουν την μέθοδο της «ελεγχόμενης αντιπολίτευσης». Έτσι, στρατολογούν απατεώνες που, ταυτοχρόνως, είναι και άριστοι θεατρίνοι.

Φυσικά, όποιος τολμήσει να τους αμφισβητήσει ή, ακόμη χειρότερα, να τους ξεσκεπάσει, θα έρθει αντιμέτωπος με το γνωστό κόλπο των προπαγανδιστών: Αυτομάτως θα αυτοθυματοποιηθούν, καταγγέλλοντας τους αμφισβητίες τους ως λασπολόγους!

*πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

antinews